25 Απριλίου 2024

Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θ. Μητράκου με θέμα «Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας»

Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θ. Μητράκου με θέμα «Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας»

Ακολουθεί η ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρου Μητράκου με θέμα «Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας» στη Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου:

 
Κυρίες και κύριοι,

Με μεγάλη χαρά συμμετέχω στη σημερινή εκδήλωση σε μία περιοχή που έχει ιστορία στο θεσμό της συνεταιριστικής πίστης καθώς η Συνεταιριστική Τράπεζα Ηπείρου δραστηριοποιείται στο χώρο αυτό, αρχικά με τη μορφή πιστωτικού συνεταιρισμού, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στη σημερινή μου ομιλία θα επικεντρωθώ σε τρία κυρίως ζητήματα. Αρχικά θα προσπαθήσω να αναδείξω το σημαντικό ρόλο και τη θέση των συνεταιριστικών τραπεζών στo πλαίσιο του ελληνικού τραπεζικού τομέα όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, αλλά και των αναγκών των τοπικών κοινωνιών, της μικρομεσαίας επιχείρησης και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Θα επιχειρήσω επίσης να αναδείξω την ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που, κατά την γνώμη μου, αποτελεί τη βασική πρόκληση όχι μόνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Τέλος, θα ήθελα να αναδείξω τις αισιόδοξες εκτιμήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως προκύπτουν με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία.

1. Ο ρόλος των συνεταιριστικών τραπεζών στη στήριξη των ΜΜΕ και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας

1.1 Βασικά δεδομένα

Όπως γνωρίζετε, ο θεσμός του πιστωτικού συνεταιρισμού δεν είναι κάτι νέο για την Ευρώπη, αφού οι πρώτοι τύποι πιστωτικών συνεταιρισμών έκαναν την εμφάνισή τους εδώ και δύο περίπου αιώνες. Στην Ελλάδα, αν και η ιδέα του θεσμού είχε εμφανιστεί από τις αρχές του εικοστού αιώνα, οι συνεταιριστικές τράπεζες άρχισαν ουσιαστικά να δραστηριοποιούνται τη δεκαετία του ’90, οπότε και δημιουργήθηκε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο.

Όμως, σε αντίθεση με ό,τι παρατηρείται στην υπόλοιπη Ευρώπη, το μερίδιο αγοράς των συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα ήταν και παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι συνεταιριστικές τράπεζες αποτελούν σημαντικό κομμάτι του τραπεζικού τομέα, κατέχοντας κατά μέσο όρο το 1/5 του μεριδίου αγοράς σε δάνεια και καταθέσεις και εξυπηρετώντας 210 εκατομμύρια πελάτες. Αντίθετα, στην Ελλάδα, οι εννέα συνεταιριστικές τράπεζες που λειτουργούν σήμερα μέσω ενός δικτύου 87 καταστημάτων, προσφέροντας κυρίως τις βασικές τραπεζικές εργασίες (καταθέσεις-χορηγήσεις), είναι μικρού μεγέθους και κατέχουν μόλις το 1% της αγοράς πιστώσεων, με συνολικές χορηγήσεις προ προβλέψεων 2,8 δισεκ. ευρώ το Μάρτιο του 2017. Αντιστοίχως μικρά είναι και τα υπόλοιπα βασικά τους μεγέθη. Ενδεικτικά, το Μάρτιο του 2017 το σύνολο του ενεργητικού τους ανερχόταν σε 2,5 δισεκ. ευρώ, οι καταθέσεις σε 1,9 δισεκ. ευρώ και τα εποπτικά ίδια κεφάλαια σε 222 εκατ. ευρώ.

Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή της δραστηριότητας των συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα, η Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα, που αντιπροσωπεύει το ήμισυ του ενεργητικού του συνεταιριστικού τραπεζικού κλάδου, διαθέτει άδεια λειτουργίας σε επίπεδο επικράτειας, τρεις σε επίπεδο όμορων νομών ή διοικητικής περιφέρειας (Χανίων, Ηπείρου, Θεσσαλίας) και πέντε σε επίπεδο νομού (Καρδίτσας, Έβρου, Σερρών, Πιερίας, Δράμας).

Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι η διείσδυση του θεσμού των συνεταιριστικών τραπεζών στην Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ωστόσο, η υστέρηση αυτή έχει και μία θετική ανάγνωση, δείχνοντας ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης κάποιες συνεταιριστικές τράπεζες, όπως η Συνεταιριστική Ηπείρου, ενίσχυσαν την καταθετική τους βάση και διεύρυναν το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο παρά τις αντιξοότητες.

1.2 Επιχειρηματικό μοντέλο και χαρακτηριστικά του κλάδου

Οι συνεταιριστικές τράπεζες εξειδικεύονται στην προώθηση της τοπικής επιχειρηματικότητας, επενδύοντας τα κεφάλαια που αντλούν από την τοπική κοινωνία σε δανειοδότηση ατομικών, πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενισχύοντας βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας όπως είναι ο τουρισμός, η μεταποίηση και η αγροτική παραγωγή.

Η στενή διασύνδεση των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική οικονομία και κοινωνία τους παρέχει ορισμένα πλεονεκτήματα. Λόγω της ιδιαίτερης γνώσης που έχουν για τα τοπικά δρώμενα, οι συνεταιριστικές τράπεζες θεωρητικά επηρεάζονται σε μικρότερο βαθμό από το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης (asymmetric information), όπου ο δανειολήπτης έχει καλύτερη γνώση από τον πιστωτή για τις οικονομικές συνθήκες και προοπτικές μιας επιχείρησης. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις μεγάλου μεγέθους τράπεζες με κεντροποιημένες πιστοδοτικές διαδικασίες, οι οποίες είναι αναπόφευκτα αποξενωμένες από την τοπική κοινωνία. Έτσι, οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν δυνητικά την ικανότητα να κατανοούν καλύτερα τα αιτήματα των δανειοληπτών και να αξιολογούν τη σκοπιμότητα και τα ευρύτερα οφέλη συγκεκριμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων συνυφασμένων με τις τοπικές ανάγκες και συνθήκες. Επίσης, μπορούν να υιοθετούν ένα πιο μακροχρόνιο ορίζοντα, καθώς δεν είναι δέσμιες των τριμηνιαίων αποτελεσμάτων και των σχετικών απαιτήσεων αναλυτών και μετόχων των εισηγμένων στο χρηματιστήριο τραπεζών. Με τον τρόπο αυτό είναι σε θέση να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον παραδοσιακό τραπεζικό τομέα και να ενισχύσουν τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης κυρίως των τοπικών κοινωνιών.

Εξάλλου, η ιδιομορφία των συνεταιριστικών τραπεζών, όπου ο μεριδιούχος είναι και πελάτης, συνεπάγεται μια προσέγγιση που βασίζεται στη συναίνεση και εμποδίζει την ισχυρή επικέντρωση σε έναν μόνο ενδιαφερόμενο (μεριδιούχο ή πελάτη), συμβάλλοντας στη χρηματοδότηση της βέλτιστης επιλογής, στην καταπολέμηση των οικονομικών ανισοτήτων και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Επισημαίνεται πάντως ότι το πλεονέκτημα της στενής σχέσης των στελεχών των συνεταιριστικών τραπεζών με την τοπική κοινωνία και η ταυτόχρονη ιδιότητα του μεριδιούχου και του πελάτη εγκυμονούν ταυτόχρονα σημαντικούς κινδύνους, που έχουν να κάνουν με τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων, λανθασμένη εκτίμηση του κινδύνου των δανειοδοτήσεων, καθυστέρηση στη λήψη επώδυνων μέτρων όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο κ.ά.

Αναπόφευκτα, ωστόσο, η βαθιά και παρατεταμένη κρίση επηρέασε την ευρωστία των συνεταιριστικών τραπεζών. Η συγκέντρωσή τους σε δάνεια προς μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες επηρεάστηκαν εντονότερα από την αρνητική οικονομική συγκυρία των τελευταίων ετών, συνέβαλε στην επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και σε κάποιες περιπτώσεις στη διάβρωση της κεφαλαιακής τους βάσης. Επιπλέον, το μικρό μέγεθός τους και το γεγονός ότι λειτουργούν σε επίπεδο νομού ή περιφέρειας τις καθιστούν ευάλωτες τόσο ως προς τα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης, διαχείρισης κινδύνων και πληροφορικής όσο και ως προς τη συχνή εμφάνιση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων.

Τις αδυναμίες αυτές είχε από καιρό εντοπίσει η Τράπεζα της Ελλάδος μέσω των επιτόπιων και λοιπών εποπτικών ελέγχων και συνεχώς υποδείκνυε στις συνεταιριστικές τράπεζες να προβούν σε διορθωτικές κινήσεις. Όσες από αυτές ακολούθησαν τις συστάσεις και έκαναν σοβαρή προσπάθεια προσαρμογής στις νέες συνθήκες κατόρθωσαν να ισορροπήσουν και να εμφανίσουν σημαντική πρόοδο. Ορισμένες άλλες, ωστόσο, που δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν επαρκώς και εγκαίρως τις αδυναμίες τους, περιήλθαν σε ιδιαίτερα δυσμενή και μη αναστρέψιμη κατάσταση και αναπόφευκτα, για την προστασία των καταθετών όχι μόνο των τραπεζών αυτών αλλά και όλου του τραπεζικού τομέα, αποφασίστηκε, μεταξύ 2012 και 2015, η εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης σε επτά συνεταιριστικές τράπεζες.

Σήμερα, οι εννέα συνεταιριστικές τράπεζες που συνεχίζουν να λειτουργούν αντιμετωπίζουν μια σειρά από προκλήσεις: χαμηλή ή και αρνητική κερδοφορία, επιδεινούμενη ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, δυσκολία βελτίωσης της ρευστότητας δεδομένης της μεταβλητότητας της καταθετικής βάσης και της περιορισμένης πρόσβασης στη ρευστότητα του Ευρωσυστήματος και, τέλος, διστακτικότητα των μεριδιούχων, παλαιών και νέων, να συμμετάσχουν σε αυξήσεις κεφαλαίου.

Παρά τα προβλήματα, έχουν γίνει σήμερα σημαντικά βήματα προόδου σε ζητήματα εσωτερικής διακυβέρνησης και προσέλκυσης στελεχών με την απαιτούμενη για τραπεζικές εργασίες εξειδίκευση και πείρα. Τα βήματα αυτά, ωστόσο, δεν αρκούν. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Ορισμένα μεγέθη του κλάδου, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αναδεικνύουν την ανάγκη επιτάχυνσης των εσωτερικών διεργασιών.

1.3 Συνεταιριστικές τράπεζες και κοινωνική επιχειρηματικότητα

Ένα σημαντικό πεδίο δραστηριοποίησης των συνεταιριστικών τραπεζών αναμφίβολα αποτελεί η στήριξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Μάλιστα, η ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας συνάδει απόλυτα και με τη στόχευση των στρατηγικών επιδιώξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια βιώσιμη κοινωνική οικονομία της αγοράς με έμφαση στην άρση των ανισοτήτων, την κοινωνική υπευθυνότητα, την καινοτομία και την πράσινη οικονομία. Τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους επιχειρηματικότητας, με έμφαση στην τοπική και βιώσιμη ανάπτυξη, την αλληλεγγύη και την κοινωνική ενσωμάτωση, συνάδουν απόλυτα με τη φιλοσοφία των συνεταιριστικών τραπεζών. Ειδικά στην Ελλάδα οι προοπτικές δραστηριοποίησης στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι θετικές, καθώς τα μεγέθη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα υπολείπονται σημαντικά των ευρωπαϊκών μέσων όρων. Ενδεικτικά, η κοινωνική οικονομία στην ΕΕ καλύπτει περίπου το 6% της συνολικής απασχόλησης, ποσοστό περίπου τριπλάσιο του αντίστοιχου ελληνικού.

Η υστέρηση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η πρώτη ουσιαστική θεσμική προσπάθεια στην κατεύθυνση της ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας έγινε μόλις το 2011 με το νόμο 4019 για την κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την έλλειψη κεφαλαίων και δικτύωσης και το μη φιλικό νομοθετικό, φορολογικό και θεσμικό περιβάλλον, δεν βοήθησε στην ευόδωση της προσπάθειας. Ωστόσο, σήμερα οι συνθήκες είναι διαφορετικές και δεν πρέπει να πάει χαμένη η ευκαιρία. Μάλιστα, τέτοιου είδους επιχειρηματικές δράσεις προσφέρονται για την προσέλκυση κεφαλαίων από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, ιδίως από υπερεθνικούς οργανισμούς και διεθνείς τράπεζες, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, με τις οποίες οι συνεταιριστικές τράπεζες έχουν αρχίσει να έχουν δεσμούς συνεργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή μπορούν να συμβάλουν και οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης με την έμπρακτη υποστήριξή τους στο θεσμό των συνεταιριστικών τραπεζών και την αγαστή συνεργασία σε περιοχές και δράσεις κοινού ενδιαφέροντος.

Ένας επιπρόσθετος λόγος για τη δραστηριοποίηση των συνεταιριστικών τραπεζών στην κοινωνική επιχειρηματικότητα είναι και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που συνδέονται με τέτοιου είδους δράσεις είναι στην πλειονότητά τους μικρού μεγέθους. Μην ξεχνάμε ότι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής οικονομίας είναι το μεγάλο ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων και ο μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους αποτελούν το 97% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και συνεισφέρουν το 37% της προστιθέμενης αξίας (ΕΕ-28: 21%).

1.4 Θεσμικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ρόλου των συνεταιριστικών τραπεζών

Η ανάγκη για αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος που προέκυψε λόγω της κρίσης έδωσε την ευκαιρία για παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των συνεταιριστικών τραπεζών με στόχο την ενίσχυση του ρόλου τους. Η Τράπεζα της Ελλάδος, αναγνωρίζοντας το σημαντικό ρόλο των συνεταιριστικών τραπεζών στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών και οικονομιών, προέβη – σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς – σε μια σειρά τροποποιήσεων του πλαισίου λειτουργίας τους, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκ μέρους των συνεταιριστικών τραπεζών άντληση κεφαλαίων και να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες στην εταιρική τους διακυβέρνηση.

Πιο συγκεκριμένα:

Αναφορικά με την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, το Δεκέμβριο του 2012 τροποποιήθηκε ο τραπεζικός νόμος ώστε να απαιτείται η προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη ρευστοποίηση συνεταιριστικών μερίδων. Περαιτέρω, το 2015 δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής «στρατηγικού επενδυτή» στο κεφάλαιό τους. Συγκεκριμένα, μέλη που κατέχουν άνω του 10% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων μπορούν να διορίζουν μέλη στο Διοικητικό Συμβούλιο και στα λοιπά διοικητικά όργανα της συνεταιριστικής τράπεζας. Υπενθυμίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο των συνεταιριστικών τραπεζών αποτελείτο από πρόσωπα που εκλέγονταν από τη Γενική Συνέλευση των συνεταίρων-μελών, γεγονός που έδινε προβάδισμα σε σημαίνοντα μέλη των τοπικών κοινωνιών ακόμη και αν στερούνταν των εξειδικευμένων γνώσεων οι οποίες είναι απαραίτητες για τη θέση των εκτελεστικών μελών.

Προκειμένου να ενισχυθεί η εταιρική διακυβέρνηση του συνεταιριστικού κλάδου, ιδιαίτερα ως προς τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου και των οργάνων του, το 2014 εισήχθη τροπολογία η οποία προβλέπει την προέγκριση από την Τράπεζα της Ελλάδος των δύο (2) εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που διευθύνουν τη δραστηριότητα της τράπεζας. Επιπλέον, οι συνεταιριστικές τράπεζες από την 1η Ιανουαρίου 2015 είναι υποχρεωμένες να συντάσσουν τις οικονομικές τους καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ), γεγονός που συνέβαλε στην ακριβέστερη και ορθότερη απεικόνιση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Τέλος, η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως κάνει και με τις λοιπές ελληνικές εμπορικές τράπεζες, παρακολουθεί στενά την πορεία υλοποίησης των τεθέντων από τις συνεταιριστικές τράπεζες επιχειρησιακών στόχων αναφορικά με την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους.

1.4 Επόμενα βήματα και προοπτικές του κλάδου

Ο κλάδος των συνεταιριστικών τραπεζών μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι προαναφερθείσες θεσμικές παρεμβάσεις έχουν ήδη συμβάλει και αναμένεται να συμβάλουν περαιτέρω στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και στη βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης του κλάδου, χωρίς ωστόσο να χάνεται ο συνεταιριστικός του χαρακτήρας.

Η πρόσφατη συνεργασία με την Τράπεζα Αττικής, η οποία παρέχει στον κλάδο υπηρεσίες ενδιάμεσου τηλεπικοινωνιακού κόμβου για τα δίκτυα των ATM και POS καθώς και υπηρεσίες διασύνδεσης με τα συστήματα της ΔΙΑΣ και ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, αναμένεται να ενισχύσει το επιχειρηματικό τους μοντέλο, συντελώντας στη μείωση των λειτουργικών εξόδων και στην αύξηση της κερδοφορίας τους.

Περαιτέρω, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, που παρέχουν προγράμματα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης στις περιφέρειες της Ευρώπης, δίνεται σημαντική ευκαιρία στις συνεταιριστικές τράπεζες να υποστηρίξουν μικρές ελληνικές επιχειρήσεις με τη συμμετοχή τους σε ειδικά προγράμματα χρηματοδοτήσεων, και ενδεχομένως μικροχρηματοδοτήσεων (microfinance) όταν διαμορφωθεί το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.

Γεγονός είναι ότι οι συνεχώς αυξανόμενες εποπτικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο ανταγωνισμό και τη χαμηλή κερδοφορία στον τραπεζικό κλάδο, καθιστούν πολύ δύσκολο το περιβάλλον για τις μικρές τράπεζες. Παράλληλα, απαιτούνται όλο και πιο εξειδικευμένα στελέχη για να πλαισιώσουν τις λειτουργίες τους. Γίνεται όλο και πιο εμφανής η ανάγκη συνεργασιών σε κρίσιμους τομείς, αλλά και συνενώσεων και κεφαλαιακών ενισχύσεων, ώστε οι συνεταιριστικές τράπεζες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που διαμορφώνονται και να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας.

Η Τράπεζα της Ελλάδας αντιλαμβάνεται τις προκλήσεις αυτές και αποδίδει μεγάλη σημασία στην ενίσχυση των μικρών και ειδικότερα των συνεταιριστικών τραπεζών, καθοδηγώντας τις κατάλληλα έτσι ώστε να υιοθετήσουν τις απαραίτητες βελτιώσεις στη λειτουργία τους και να ενισχυθούν σε κεφάλαια. Η Τράπεζα της Ελλάδος εγκαινίασε το 2016 διαδικασία εποπτικού διαλόγου για τις κεφαλαιακές ανάγκες, όπου συζητούνται σε τακτική βάση όλα τα σχετικά ζητήματα με διαφάνεια και με βάση το προβλεπόμενο αναλυτικό υπόβαθρο. Στο πλαίσιο αυτό, οι συνεταιριστικές τράπεζες ενημερώνονται για τις ετήσιες κεφαλαιακές ανάγκες τους και υποβοηθούνται στην εσωτερική τους διαδικασία αξιολόγησης των λειτουργιών και των επιδόσεών τους.

Οι συνεταιριστικές τράπεζες διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα όταν επικεντρωθούν στην τοπική αγορά των ΜΜΕ, ωστόσο η επιτυχής δραστηριοποίησή τους απαιτεί τη χρηματοοικονομική τους θωράκιση και την κατανόηση της δύναμης της συνεργασίας σε όρους αύξησης των πηγών εσόδων, διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων τους και περιορισμού στο κόστος λειτουργίας, ιδίως μέσω από κοινού επενδύσεων σε μηχανογράφηση και υποδομές. Οι τομείς των υποδομών είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τόσο για την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων όσο και για την προσαρμογή στις απαιτήσεις εποπτικής παρακολούθησης. Παράλληλα, απαιτείται βελτίωση της οργανωτικής δομής, καθώς, παρά τις σοβαρές προσπάθειες που έγιναν για τη βελτίωση των διαδικασιών και της οργανωτικής δομής τα τελευταία έτη, εξακολουθούν να εντοπίζονται προβλήματα στην πιστοδοτική πολιτική, τόσο σε ό,τι αφορά την ορθή εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου και την εγκριτική διαδικασία όσο και ως προς στον τρόπο ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Απαιτείται συνεπώς ενίσχυση του ρόλου των Μονάδων Διαχείρισης Κινδύνων και Εσωτερικού Ελέγχου, εξέλιξη που θα συμβάλει θετικά στη βελτίωση των πρακτικών αξιολόγησης και διαχείρισης του αναλαμβανόμενου πιστωτικού κινδύνου, στην ορθή παρακολούθηση των δανειακών φακέλων, αλλά και στη διαδικασία διενέργειας ρυθμίσεων.

Είναι σημαντικό επίσης να γίνει κατανοητός ο ρόλος και η αναγκαιότητα του στρατηγικού επενδυτή. Το παράδειγμα της Συνεταιριστικής Τράπεζας Ηπείρου είναι ενδεικτικό. Η συνεργατική προσέγγιση με έναν στρατηγικό μέτοχο με όραμα δίνει μακροπρόθεσμη προοπτική και διευκολύνει την κεφαλαιακή ενίσχυση, ιδίως εν όψει σχεδίων επέκτασης σε νέα προϊόντα και αγορές. Το ζήτημα της κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι κομβικό όχι μόνο για εποπτικούς λόγους, αλλά και για την εδραίωση συνεργασίας με ευρωπαϊκούς φορείς.

2. Το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων

Το Μάρτιο του 2017 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των συνεταιριστικών τραπεζών ανήλθαν σε 1,7 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 57,6% του συνόλου των δανείων τους. Υπενθυμίζω ότι σε επίπεδο τραπεζικού τομέα το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων προσεγγίζει τα 105 δισεκ. ευρώ, δηλαδή το 45,2% του συνόλου των δανείων. Μάλιστα, όλες οι συνεταιριστικές τράπεζες εμφανίζουν ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων σημαντικά υψηλότερο από το μέσο όρο του συστήματος. Ταυτόχρονα, ο βαθμός κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από συσσωρευμένες προβλέψεις (41,5%) είναι χαμηλότερος του μέσου όρου του τραπεζικού συστήματος (49,1%). Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι συνεταιριστικές τράπεζες εμφανίζουν δυσκολία επίτευξης των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρά το γεγονός ότι οι τεθέντες στόχοι είναι λιγότερο φιλόδοξοι από εκείνους των συστημικών εμπορικών τραπεζών.

Γίνεται αντιληπτό ότι η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί προαπαιτούμενο για την οικονομική ευρωστία των τραπεζών, εμπορικών και συνεταιριστικών, και, το κυριότερο, θα συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας. Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώνει τους διαθέσιμους πόρους των τραπεζών για νέες χρηματοδοτήσεις, συρρικνώνοντας την προσφορά δανείων, και αυξάνει το περιθώριο επιτοκίου που χρεώνουν οι τράπεζες στους πελάτες τους για να αντισταθμίζουν τον αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό και την πλευρά της ζήτησης.

Τα οφέλη αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες (Small Businesses and Professionals) καθώς και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (Small and Medium-sized Enterprises), οι οποίες αποτελούν τους βασικούς πελάτες των συνεταιριστικών τραπεζών. Οι εν λόγω κατηγορίες δανειοληπτών εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (68% και 59% αντίστοιχα σε επίπεδο τραπεζικού τομέα). Ο αριθμός των επιχειρήσεων που μπορούν να επωφεληθούν από την αποτελεσματικότερη διαχείριση των ΜΕΔ είναι πολύ μεγάλος, αν ληφθεί υπόψη ότι το Δεκέμβριο του 2016 υπήρχαν, για το σύνολο της χώρας, περίπου 340 χιλιάδες φάκελοι μη εξυπηρετούμενων δανείων πολύ μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και περίπου 73 χιλιάδες φάκελοι μη εξυπηρετούμενων δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Αρωγή στην προσπάθεια αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα προσφέρουν αφενός το ολοκληρωμένο πλέον θεσμικό «οπλοστάσιο», συμπεριλαμβανομένου του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, και αφετέρου η οικονομική συγκυρία, η οποία εκτιμάται ότι θα είναι θετική τα επόμενα χρόνια για την ελληνική οικονομία.

Στο πλαίσιο της διαχείρισης εντάσσεται και η αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων με βιώσιμα επενδυτικά σχέδια μέσω της οποίας θα κινητοποιηθούν και ιδιωτικά κεφάλαια, τα οποία θα συνεπικουρήσουν τα κεφάλαια που δυνητικά μπορούν να παρασχεθούν από εναλλακτικές πηγές (π.χ. ευρωπαϊκά προγράμματα, εγγυοδοσία κ.λπ.). Για τις βιώσιμες επιχειρήσεις θα πρέπει να εφαρμοστούν μακροπρόθεσμες λύσεις αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων. Θα πρέπει να εντοπίζεται και να επιβραβεύεται η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα και παράλληλα να τιμωρούνται οι στρατηγικοί κακοπληρωτές (δηλαδή εκείνοι που από επιλογή τους και όχι από αδυναμία καθυστερούν τις πληρωμές τους). Η διαδικασία αυτή θα συμβάλει στην προστασία του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και θα δώσει την ευκαιρία για ανασύνταξη υγιών δυνάμεων.

3. Οι αισιόδοξες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για την έξοδο από την κρίση

Αρωγός στα επόμενα βήματα των συνεταιριστικών τραπεζών θα είναι η βελτίωση των γενικότερων οικονομικών συνθηκών για την ελληνική οικονομία. Ειδικότερα για τις οικονομικές προοπτικές, μετά από οκτώ χρόνια επίπονης προσαρμογής με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε σημείο καμπής.

Την περίοδο της κρίσης λήφθηκαν σημαντικές και δύσκολες αποφάσεις και πρωτοβουλίες προκειμένου να επανέλθει η ελληνική οικονομία στην κανονικότητα και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την οριστική έξοδό της από την κρίση. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους που υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, είναι ορατή πλέον μια αισιόδοξη αναπτυξιακή προοπτική. Όλες οι εκτιμήσεις από τους διεθνείς οργανισμούς και ανεξάρτητους αναλυτές προσδιορίζουν το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2017 κοντά στο 2% και ακόμα υψηλότερο για τα αμέσως επόμενα έτη.

Ήδη, η άρση της αβεβαιότητας προεξοφλείται από βασικούς βραχυχρόνιους δείκτες της οικονομίας. Μεταξύ αυτών, η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 8,7% σε ετήσια βάση το Μάρτιο του 2017, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,2% σε ετήσια βάση το Φεβρουάριο, συμβάλλοντας στην περαιτέρω μείωση του εξαιρετικά υψηλού ακόμα ποσοστού ανεργίας (22,5%), ενώ ο αριθμός των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αυξήθηκε κατά 125 χιλιάδες το πρώτο τετράμηνο του 2017. Ιδίως τα ζητήματα της παραγωγής και της απασχόλησης είναι πολύ σημαντικά για την περιφέρεια της Ηπείρου, στην οποία η κρίση υπήρξε αμείλικτη ενώ οι διαστάσεις του κινδύνου της φτώχειας υπερέχουν δραματικά των άλλων περιοχών.

Θετική είναι και η αποκατάσταση των σημαντικότερων ανισορροπιών. Στο δημοσιονομικό τομέα, η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα δημοσιονομική προσαρμογή έχει εμπεδώσει ένα κλίμα πειθαρχίας, το οποίο έχει συμβάλει στην επαναλαμβανόμενη καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης. Όσον αφορά τις εξωτερικές ανισορροπίες, η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί από 18,9% το 2009 σε 28,2% το 2016, ενώ σημαντική συμβολή στην εξέλιξη αυτή είχε η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αποτέλεσμα της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, αλλά και του νέου προσανατολισμού της οικονομικής δραστηριότητας προς την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, το σχετικό μέγεθος του τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά περίπου 24% σε ονομαστικούς όρους (12% σε όρους όγκου), ενώ σε όρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά περίπου 8%.

Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι έχουν αρχίσει να επιτυγχάνουν αξιοσημείωτες εξαγωγικές επιδόσεις κλάδοι υψηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, όπως για παράδειγμα οι κλάδοι των φαρμακευτικών, των χημικών και πλαστικών προϊόντων, αλλά και των ηλεκτρονικών υπολογιστών, παρόλο που ακόμα τα μερίδιά τους υπολείπονται σε σχέση με εκείνα των παραδοσιακών εξαγωγικών κλάδων (τρόφιμα, καύσιμα, μέταλλα κ.ά.). Τα μεγέθη αυτά είναι ενθαρρυντικά και δημιουργούν συνθήκες ανόδου των εξαγωγών της περιοχής σας, οι οποίες, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος, ως ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών της χώρας είναι καθηλωμένες στο 2% περίπου.

Συνυφασμένες με τη βελτίωση των εξαγωγών και γενικότερα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας αλλά και της περιφέρειας Ηπείρου είναι και οι ώριμες πλέον συνθήκες για την επιτάχυνση των διαδικασιών αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και της ενθάρρυνσης ιδιωτικοποιήσεων και ξένων άμεσων επενδύσεων. Εδώ υπάρχει σημαντικό περιθώριο ανάκαμψης, καθώς πριν από την κρίση οι επενδύσεις ανέρχονταν σε 24% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει περιοριστεί σε 11%. Μόνο μέσω επενδύσεων με μακροχρόνιο επενδυτικό ορίζοντα δημιουργούνται συνθήκες για την αξιοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και την αποκλιμάκωση της ανεργίας.

3.1 Τα πιο πρόσφατα δεδομένα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας

Το α΄ τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ, εποχικά διορθωμένο και σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε κατά 0,4% σε ετήσια βάση (χωρίς εποχική διόρθωση 0,8%), ανατρέποντας την εικόνα ύφεσης που είχε αρχικά δοθεί (με την προσωρινή εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ της 15.5.2017 για -0,5%). Η απόκλιση από τις τιμές της προσωρινής εκτίμησης είναι σημαντική και, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αποδίδεται σε χρησιμοποίηση νεότερων στοιχείων, όπως αυτά του Ισοζυγίου Πληρωμών του Μαρτίου 2017, της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, αλλά και τριμηνιαία στοιχεία κύκλου εργασιών των υπηρεσιών. Τα νέα στοιχεία δείχνουν ότι η οικονομική δραστηριότητα, ύστερα από επιβράδυνση το δ΄ τρίμηνο του 2016, έδειξε αξιόλογα σημάδια ανάκαμψης.

Πυλώνες της ανάκαμψης υπήρξαν η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων. Αναλυτικότερα:

• Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε το α΄ τρίμηνο 2017 κατά 1,7%. Η κατανάλωση ακολουθεί την εξέλιξη του όγκου λιανικών πωλήσεων (αύξηση 2,8% το α΄ τρίμηνο 2017) και συνάδει με τη θετική τάση των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο.

• Οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 11,2%, καθώς η αύξηση των επενδύσεων για μηχανολογικό εξοπλισμό, μεταφορικό εξοπλισμό και εξοπλισμό Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών (46,5%) υπεραντιστάθμισε τη μείωση στις επενδύσεις τόσο στην κατοικία (-11,2%) όσο και στις άλλες κατασκευές (-10,2%). Η υποχώρηση των τελευταίων συνδέεται με την υστέρηση των διαρθρωτικών ροών από την ΕΕ και την υποχώρηση των πληρωμών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Επισημαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των επενδύσεων συνδέεται με την πολύ μεγάλη άνοδο της κατηγορίας «μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα», η οποία και αποδίδεται κυρίως στην αγορά εμπορικών πλοίων.

Παρά την ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, οι εισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα με αποτέλεσμα ο εξωτερικός τομέας να συμβάλει αρνητικά στα μεγέθη του α’ τριμήνου 2017. Πράγματι, η θετική εξέλιξη της εξαγωγικής δραστηριότητας αντανακλά την αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 8,0% σε σχέση με το α΄ τρίμηνο του 2016 και συγχρόνως την αύξηση των εξαγωγών αγαθών κατά 4,4%, σε αρμονία με την αυξημένη εξωτερική ζήτηση. Πολύ ανοδικά κινήθηκαν ωστόσο και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (10,9%), σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων.

Θετικά είναι τα μηνύματα και από την ελληνική κτηματαγορά, καθώς, μετά το τεράστιο πλήγμα που δέχθηκε η αγορά κατά τη διάρκεια της κρίσης, φαίνεται ότι εξασθενεί η περαιτέρω υποχώρηση των τιμών (από το 2008 έως το α΄ τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν συνολικά κατά 41,9% (2016: -2,4%, α΄ τρίμηνο 2017: -1,8%), ενώ για ακίνητα υψηλής προστιθέμενης αξίας παρατηρείται αυξημένη ζήτηση, αύξηση των τιμών και ελκυστικές αποδόσεις.

4. Σύνοψη/Συμπεράσματα

Κυρίες και κύριοι,

Ολοκληρώνοντας, επιτρέψτε μου να επισημάνω και πάλι ότι η ελληνική οικονομία δείχνει πλέον σημάδια σταθεροποίησης και ανάκαμψης. Οι θετικές ενδείξεις στις οποίες αναφέρθηκα εκτενώς μας κάνουν όλους πιο αισιόδοξους για το μέλλον. Από μόνες τους, ωστόσο, δεν είναι αρκετές. Απαιτείται προσπάθεια και ενεργή συμμετοχή από όλους μας. Οι συνεταιριστικές τράπεζες θα πρέπει να «χτίσουν» πάνω στις αδυναμίες που ανέδειξε η κρίση, ενισχύοντας τα κεφάλαιά τους και την οργανωτική τους δομή, με έμφαση στη διαχείριση του κινδύνου και τη στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας. Οι τοπικές κοινωνίες και η τοπική αυτοδιοίκηση με τη σειρά τους πρέπει να σταθούν αρωγοί στην προσπάθεια των συνεταιριστικών τραπεζών, καθώς η στήριξη επενδυτικών σχεδίων σε τοπικές κοινωνίες που έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την κρίση είναι η μόνη διέξοδος για την οριστική επαναφορά της χώρας στο δρόμο της κανονικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης.

Οι συνεταιριστικές τράπεζες, ως εκ της φιλοσοφίας τους, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο σε τοπικό επίπεδο λειτουργώντας συμπληρωματικά προς τις εμπορικές τράπεζες. Ο τραπεζικός κλάδος στην Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με έμφαση στα αστικά κέντρα. Χρειάζεται λοιπόν η περαιτέρω ανάπτυξη του συνεταιριστικού τραπεζικού πυλώνα με πελατοκεντρική αντίληψη που θα στηρίζει και θα στηρίζεται από τοπικές παραγωγικές δυνάμεις και την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Το μοντέλο των συνεταιριστικών τραπεζών υπηρετεί αξίες και δραστηριότητες που βρίσκονται στον πυρήνα των επιχειρήσεων της κοινωνικής και αλληλέγγυας επιχειρηματικότητας, παρέχοντας κατάλληλα προϊόντα και υπηρεσίες για τις κοινωνικές επιχειρήσεις.

Related posts