Ο Υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος μίλησε το μεσημέρι στο 26ο ετήσιο συνέδριο «Η Ώρα της Ελληνικής Οικονομίας» του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Ακολουθεί η Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών:
Κυρίες και κύριοι, θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές γι΄ αυτό το συνέδριο με αυτό το σημαντικό θέμα. Ο τίτλος που μου δόθηκε είναι «αν υπάρχει ελπίδα». Οι Άγγλοι λένε ότι “οι αισιόδοξοι κάνουν όσο συχνά λάθος κάνουν οι απαισιόδοξοι, αλλά απλώς περνάνε καλύτερα“. Οπότε θεωρώ ότι πρέπει να σας αφήσω με αισιόδοξο μήνυμα.
Η θεματική που θέλω να αναπτύξω έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη και την αξιοπιστία.
Την εμπιστοσύνη κύριε Πρέσβη την έχει αναδείξει ένας συμπατριώτης σας πολιτικός επιστήμονας, ο David Puttnam, ο οποίος έχει αναλύσει ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια έχει μειωθεί η εμπιστοσύνη στις σύγχρονες οικονομίες και αυτό είναι ενάντια στα συμφέροντα και του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού τομέα, ότι “τα αποθέματα συνεργασίας, εμπιστοσύνης, τα χρειάζονται οι σύγχρονες οικονομίες“.
Δεν μπορούν δηλαδή να βασιστούν μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά χρειάζονται και τη συνεργασία. Μάλιστα ο David Puttnam μας λέει ότι “η εμπιστοσύνη είναι ένα παράξενο αγαθό“. Δεν είναι σαν τις ντομάτες, δεν είναι σαν το κρασί, δεν είναι σαν το πετρέλαιο, που όσο πιο πολύ χρησιμοποιείς τόσο λιγότερο έχεις.
Αντιθέτως, η εμπιστοσύνη είναι ένα παράξενο αγαθό, γιατί όσο πιο πολύ το χρησιμοποιείς, τόσο πιο χρήσιμο είναι, τόσο πιο πολύ συνηθίζει ο κόσμος να έχει ο ένας εμπιστοσύνη στον άλλον. Και εικάζω ότι αυτό που ισχύει για την εμπιστοσύνη ισχύει επίσης και για την αξιοπιστία και την αλληλεγγύη.
Η αλληλεγγύη είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος τις τελευταίες μέρες και στις Βρυξέλες σε σχέση με τους πρόσφυγες και στο Παρίσι σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Για τους πρόσφυγες υπάρχει μια πολύ μεγάλη πρόκληση για ολόκληρη την Ευρώπη, αν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα με αλληλεγγύη και με τις αξίες της Ευρώπης.
Αυτό έχει τεράστια σημασία για τη χροιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το τι Ένωση θα δημιουργήσουμε, έχει όμως τεράστια σημασία και σε άλλα θέματα. Γιατί όπως σας είπα η αλληλεγγύη, αν τη χρησιμοποιείς, μπορεί μετά να είναι ακόμα πιο χρήσιμη. Και ένα από τα πράγματα που μας ανησυχεί για τους πρόσφυγες είναι ότι χωρίς λύση θα έχουμε πρόβλημα στη συνοχή, θα έχουμε πρόβλημα στη συμφωνία Σένγκεν, θα έχουμε πρόβλημα σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Το κλειδί θα ήταν αυτή η αλληλεγγύη που αρχίζει και δημιουργείται σε σχέση με τους πρόσφυγες, να επεκταθεί και στα οικονομικά ζητήματα. Νομίζω ότι την αλληλεγγύη για τα οικονομικά ζητήματα της Ευρωζώνης αυτή τη στιγμή δεν είναι δύσκολο να την αποτυπώσει κανείς.
Πρώτο παράδειγμα: Οι βόρειες χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους. Για κάποιον οικονομολόγο είναι σχεδόν αδύνατον να πιστέψει ότι με τα επιτόκια που υπάρχουν στην Ολλανδία και στη Γερμανία δεν υπάρχουν επενδύσεις με θετική καθαρή αξία αυτή τη στιγμή. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, θα βοηθούσε τις χώρες του νότου να αυξηθεί η ζήτηση, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν χαμηλά επιτόκια, αλλά και δεν έχουν δημοσιονομικό πρόβλημα.
Δεύτερο παράδειγμα: Θα μπορούσαν οι χώρες του βορρά να αυξήσουν τους μισθούς και να μειώσουν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Αυτό και πάλι θα βοηθούσε την ανταγωνιστικότητα του νότου και θα ήταν μια έμπρακτη εκδήλωση αλληλεγγύης -όπως είχε πει ο Κέυνς αμέσως μετά από τον πόλεμο- ότι “τα συστήματα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως είναι η νομισματική ένωση, απλώς δεν δουλεύουν αν η πίεση να κάνουν την αναπροσαρμογή είναι μόνο στις χώρες που έχουν ελλείμματα και όχι στις χώρες που έχουν πλεονάσματα“.
Κι ένα τρίτο παράδειγμα, ίσως πιο μεσοπρόθεσμο, θα ήταν για τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Η νομισματική ένωση της Ευρώπης είναι η μόνη νομισματική ένωση, σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Γερμανία σε σχέση με τα lender, που δεν έχει έναν προϋπολογισμό μεγάλο, που να δουλεύει σαν αυτόματος σταθεροποιητής.
Αλλά η αλληλεγγύη της Ευρώπης δεν πρέπει να είναι μόνο ενδοευρωπαϊκή. Η Ευρώπη έχει και κάποιες υποχρεώσεις για τον υπόλοιπο κόσμο. Πριν από δύο εβδομάδες μας παρουσίασε ο Πιερ Μοσκοβισί τις προβλέψεις της Commission για την Ευρωζώνη, που δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξες και μας είπε διάφορα πράγματα, για παράδειγμα ότι “φταίει η χειρότερη οικονομική κατάσταση στην Κίνα“.
Δεν είναι πειστικό το επιχείρημα γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιθέτως με τη Γερμανία δεν είναι μια μικρή ανοιχτή οικονομία. Με ποια έννοια; Ό,τι κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση επηρεάζει την οικονομία του υπόλοιπου κόσμου. Είναι μεγάλη οικονομία η Ευρώπη.
Η Γερμανία ίσως θα μπορούσε, αν ήταν μόνη της, να αδιαφορεί για τις επιπτώσεις που θα είχε η οικονομική της πολιτική στον υπόλοιπο κόσμο. Η Ευρώπη δεν μπορεί να το κάνει. Αν η παγκόσμια οικονομία δεν πάει καλά, έχει και κάποια υποχρέωση η Ευρωπαϊκή Ένωση να αντιδράσει με συντονισμένη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.
Η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία είναι έννοιες με αμφίδρομη επίδραση. Είναι σημαντικό για την Ελλάδα να ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού και ότι ισχύουν για όλους. Γιατί αν δεν υπάρχουν αυτοί οι κανόνες του παιχνιδιού, νομίζω το μέλλον της Ευρώπης -και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης- δεν θα είναι καλό και θα συνεχίσουμε να έχουμε φυγόκεντρες πολιτικές δυνάμεις.
Έχω αρχίσει με θέματα εξωτερικά της Ελλάδας και πολλοί και πολλές από σας που έχετε κάποια καχυποψία για την ελληνική Αριστερά θα πείτε «πάλι φταίνε οι ξένοι». Δεν είναι ο στόχος μου, ίσα-ίσα αυτή η θεματική της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της αλληλεγγύης, ισχύει και στην Ελλάδα, είναι έννοιες που λείπουν πάρα πολύ εντός της Ελλάδας.
Μπορούμε -και οι ιστορικοί θα ξέρουν καλύτερα- να συζητήσουμε πόσο αυταρχική ήταν η οθωμανική αυτοκρατορία και προφανώς με κριτήρια του μεσαίωνα και όχι της σύγχρονης εποχής. Και δε θα πάρω θέση σε αυτό, αλλά θα πάρω θέση στο ότι ήταν αυθαίρετη η αυτοκρατορία και ήταν και αυθαίρετες οι διακυβερνήσεις της Ελλάδας μετά από την οθωμανική αυτοκρατορία.
Γι αυτό δεν είναι παράξενο που το ελληνικό κεφάλαιο είναι συγκροτημένο σε τομείς όπως τα ναυτιλιακά, είτε τα τραπεζικά, που ήταν εύκολο να βάλεις μέσα να τα μετακινήσεις και να τα βγάλεις έξω όταν αντιμετώπιζες την αυθαιρεσία.
Όπως δεν είναι παράξενο και το ελληνικό πελατειακό σύστημα, γιατί όταν οι κανόνες του παιχνιδιού είναι αυθαίρετοι, τότε το ρουσφέτι, η πολιτική σχέση, είναι ένας τρόπος να προστατευθείς από κανόνες, οι οποίοι, όπως λένε οι Άγγλοι, «they are here today, gone tomorrow»-«σήμερα είναι εδώ, αύριο δεν είναι», ενώ η πολιτική σχέση μπορεί να σε προστατεύσει.
Όταν το καλοκαίρι πήγα στο υπουργείο Οικονομικών δεν ήξερα ότι κάθε μέρα θα πρέπει να υπογράφω μετατάξεις γιατρών, νοσοκόμων, από ένα νοσοκομείο της Ξάνθης σε ένα άλλο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης, ότι ως υπουργός χρειαζόταν να τα υπογράφω αυτά.
«Αναποτελεσματικότητα» θα πείτε εσείς που είστε οι πιο πολλοί εκσυγχρονιστές. «Εντελώς αποτελεσματικό» θα πω εγώ για το πελατειακό σύστημα, το οποίο έτσι δούλευε. Όχι μόνο ο υπουργός πρέπει να το υπογράψει αυτό, αλλά για μια μετάταξη, υπάρχουν κι άλλες εννιά, δέκα ή έντεκα υπογραφές.
Και πως δούλευε το πελατειακό σύστημα; Θα μπορούσα να μην το υπογράψω και να έρθει ο ενδιαφερόμενος κάποια στιγμή και να μου πει «Κύριε Τσακαλώτε, θέλω να πάω στην Αλεξανδρούπολη» και θα του έλεγα εγώ «μα στην οικογένειά σας στην Αλεξανδρούπολη τόσα χρόνια ψηφίζετε όλοι άλλο κόμμα, δεν είναι καιρός να μοιράσετε κάποιες ψήφους;». Αυτό αντιμετωπίζουμε. Αυτό το σύστημα θέλουμε να αλλάξουμε και τους πολλούς κανόνες. Γιατί οι πολλοί κανόνες και η δυσκολία να καταλάβεις τι γίνεται είναι αποτελεσματικός τρόπος για ένα συγκεκριμένο σύστημα εξουσίας, το πελατειακό. Γιατί χρειαζόσουν κάποιο πολιτικό για να σε βοηθήσει να βρεις το δρόμο σου και να πάρεις την άδεια.
Γι’αυτή την πολυνομοθεσία θα προσπαθήσουμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Ήδη έχουμε κάνει πολλά για την απλοποίηση της αδειοδότησης για τη βοήθεια των start ups, για τη βοήθεια των παιδιών που έχουν και Masters και διδακτορικά και θέλουν να επιστρέψουν για να μπορούν να κάνουν σημαντικές επιχειρήσεις.
Αλλά η αναδιάρθρωση και μεταρρύθμιση του κράτους είναι η αρχή για μια διαφορετική Ελλάδα. Γιατί αν δεν έχεις ένα κράτος που το εμπιστεύεσαι, που να μπορεί να οργανώσει με διαφάνεια, τότε ό,τι κάνουμε στην αγορά εργασίας, στο νέο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, στις νέες ιδέες μας για την υγεία και για την Πρωτοβάθμια υγεία, οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση, είτε είναι κοινωνικά δίκαιη, όπως θέλουμε εμείς, είτε δεν είναι, δεν μπορεί να προχωρήσει.
Αλλά κάνουμε κι άλλα πράγματα. Στον κυρίαρχο λόγο η Ελλάδα –κι αυτό ένας πρώην πρωθυπουργός το είχε κάνει σημαία- ήταν η τελευταία σοβιετία, που έδινε την εντύπωση ότι ήμασταν κολεκτιβιστές και όλα τα συνακόλουθα. Η αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετο. Στην Ελλάδα μέσα στην κρίση έχουν δημιουργηθεί πάρα πολλά κινήματα στην κοινωνική οικονομία και στην κοινωνική αλληλεγγύη, που έχουν δείξει για πρώτη φορά ότι ο ελληνικός λαός στην κρίση μπορεί να συνεργαστεί, μπορεί και να λύσει προβλήματα εμπιστοσύνης.
Και γι’ αυτό μαζί με τις αλλαγές που κάνουμε για να ευνοήσουμε τον ιδιωτικό τομέα στην αδειοδότηση, να αντιμετωπίσουμε τη διαφθορά μέσα στο κράτος, θέλουμε να αναδείξουμε και το κοινωνικό τομέα ως ένα τρίτο πόλο μαζί με τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Γιατί νομίζουμε, όπως είπε και ο David Puttnam, ότι η κοινωνική αλληλεγγύη και η συνεργασία δεν είναι σημαντικές μόνο για το κοινωνικό τομέα, αλλά μπορούν να επηρεάσουν και τον ιδιωτικό τομέα και το δημόσιο τομέα. Μιλούσαμε παλαιότερα όταν ήμασταν στην αντιπολίτευση με όλα αυτά τα κινήματα που έκαναν κοινωνικά ιατρεία και κοινωνικά φαρμακεία στις μέρες της κρίσης και τους ρωτούσαμε: «Μα θέλετε να πάρετε τη θέση του ΕΣΥ;» και μας έλεγαν «όχι, αλλά αυτό που κάνουμε νομίζουμε ότι θα επηρεάσει τις αξίες των ανθρώπων που είναι μέσα στο ΕΣΥ για το πώς δουλεύουν, πώς συνεργάζονται, πώς λύνουν πρακτικά προβλήματα».
Αυτό νομίζω είναι σημαντικό όραμα, αν πρόκειται να έχουμε μια διαφορετική ισορροπία μεταξύ του ανταγωνισμού και της συνεργασίας. Αν υπάρχει ελπίδα.
Για να υπάρχει ελπίδα χρειαζόμαστε διάφορα πράγματα. Το πρώτο που χρειαζόμαστε είναι μια νέα ισορροπία μεταξύ της πολιτικής και οικονομικής πλευράς της συμφωνίας με τους εταίρους. Νομίζω είναι κοινός τόπος ότι υπάρχει μια κόπωση μεταρρύθμισης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή την κόπωση την έχει αναδείξει και ο Γκουρία, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ.
Η κόπωση αυτή σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να αρχίζει ο κόσμος να βλέπει τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων πριν εφαρμόσουμε κι άλλες μεταρρυθμίσεις. Πρέπει να αισθανθεί ότι υπάρχει φως στο τούνελ. Και εκεί έχουμε ιδιαίτερα προβλήματα.
Μια από τις συζητήσεις που θα έχουμε τις επόμενες εβδομάδες με τους θεσμούς είναι για τις συντάξεις. Οι συντάξεις είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα γιατί καλούνται πολλές πολιτικές και πολλοί θεσμοί στην Ελλάδα να λύσουν προβλήματα, που δεν είναι κατάλληλοι να τα λύσουν.
Για παράδειγμα: Ήταν σωστό που κόψαμε τις πρόωρες συντάξεις το καλοκαίρι; Σωστό ήταν. Από την άλλη, όμως, αν είσαι 57 χρονών εργαζόμενος στη βόρεια Ελλάδα και απολυθείς από ένα εργοστάσιο, οι πιθανότητες να βρεις δουλειά είναι πάρα πολύ μικρές. Μπορεί να έχεις ένα- δύο χρόνια επίδομα ανεργίας. Μετά, όμως, τι θα πρέπει να κάνεις, μέχρι να γίνεις 67; Αυτό, σωστά θα πει ένας εκσυγχρονιστής, δεν είναι πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα της ενεργητικής πολιτικής στην ανεργία, για να βοηθήσεις αυτό τον άνθρωπο να βρει δουλειά, είναι πρόβλημα επιδότησης της ανεργίας, αλλά δεν είναι του ασφαλιστικού. Ναι, αλλά συγχρόνως όμως αν αλλάξεις το ασφαλιστικό και δεν λύσεις αυτά τα προβλήματα, θα ενισχυθεί η κόπωση της μεταρρύθμισης.
Έχεις μια ηλικιωμένη συνταξιούχο στην Πρέβεζα με 600 €. Το πρόβλημα είναι όχι ότι είναι χαμηλή αυτή η σύνταξη –που είναι χαμηλή βεβαίως- αλλά ότι με αυτή τη σύνταξη μπορεί να βοηθάει το παιδί της που είναι άνεργο ή την εγγονή που δίνει εξετάσεις για να μπει στο Πανεπιστήμιο και χρειάζεται το φροντιστήριο.
Για άλλη μια φορά, επομένως, το συνταξιοδοτικό σύστημα καλείται να λύσει προβλήματα που δεν μπορεί να λύσει. Που είναι είτε του εκπαιδευτικού συστήματος, είτε της πολιτικής κατά της ανεργίας. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό που λένε στα αγγλικά το sequence of reforms, η σειρά που κάνεις τις μεταρρυθμίσεις, πόσο σταδιακά τις βάζεις και πώς έχεις μια ισορροπία ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και τα αποτελέσματα που βλέπεις.
Θα μπορούσα να πω κι άλλα παραδείγματα για το φορολογικό σύστημα. Αν είναι να κάνει αυτοκριτική η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, θα ήταν ότι στην πρώτη κυβέρνηση δεν έφερε έγκαιρα αρκετά πράγματα και για τη φοροδιαφυγή και για τη διαφθορά, για τα οποία δεν μας εμπόδισαν ποτέ οι θεσμοί και αυτό είναι απολύτως δικό μας πρόβλημα.
Έχει τεράστια σημασία να το συνεχίσουμε αυτό. Έχει δίκιο ο κ. Μίχαλος ότι δεν γίνονται επενδύσεις με μεγάλη φορολογία, έχει άδικο όμως ότι δεν γίνονται επενδύσεις και δεν μπορεί να έχεις καλό έδαφος για επενδύσεις, αν αυτή η φορολογία δεν είναι δίκαιη. Όπως και με τις συντάξεις έτσι και με την φορολογία πρέπει να δώσουμε την αίσθηση –δεν εννοώ την αίσθηση σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα- της πραγματικότητας ότι είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα, ότι όλοι συμμετέχουμε και στις θυσίες, αλλά και θα κερδίσουμε όταν θα έρθουν καλύτερες μέρες.
Και το ελληνικό φορολογικό σύστημα δεν το έχει βοηθήσει αυτό. Η αύξηση της φορολογίας είναι και αποτέλεσμα ότι τόσοι πολλοί φοροδιέφευγαν για τόσα πολλά χρόνια, που σε πολλές κοινωνικές τάξεις, θα μου επιτρέψετε να πω η φορολογία, ήταν σχεδόν εθελοντική!
Τελευταίο παράδειγμα στο οποίο εδώ φταίνε ίσως περισσότερο οι θεσμοί. Κάναμε μια μεγάλη συζήτηση μαζί τους για το πόσο πρέπει να πληρώνονται οι Διοικητές, οι Διευθυντές του ΤΧΣ και οι Διοικητές των Τραπεζών και μας πίεζαν να μην έχουμε κανένα όριο για να μπορούμε να πάρουμε τους καλύτερους. Κατανοητό. Θέλεις καλές Τράπεζες, θέλεις καλό ΤΧΣ, πρέπει να πληρώνονται καλά. Όμως, όταν κάποιος έχει μισθό 800 € και έχεις έναν Διευθυντή κάποιας Τράπεζας που παίρνει 50.000 το μήνα, είναι πολύ δύσκολο να πείσεις τον κόσμο ότι είμαστε όλοι στην ίδια βάρκα.
Έγινε μεγάλη συζήτηση με τους θεσμούς -δεν μπορώ να πω ότι μας έπεισαν ή τους πείσαμε- αλλά είναι από τα προβλήματα που πρέπει κι εσείς εδώ να τα έχετε στο νου σας, ότι δηλαδή για να μπορέσει να γίνει η ανάπτυξη και οι επενδύσεις, πρέπει να υπάρχει η αίσθηση του ελληνικού λαού ότι υπάρχει δικαιοσύνη. Και αυτό δεν το είχαν κάνει οι προηγούμενες κυβερνήσεις και είναι το στοίχημα του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να το διορθώσει.
Πάω τώρα στο επίμαχο θέμα για το χρέος που έχει και πάλι να κάνει με την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη. Τι ζητά η ελληνική κυβέρνηση για το χρέος και τη λύση του όταν θ’ αρχίσει η συζήτηση μετά την πρώτη αξιολόγηση; Το πρώτο που ζητά είναι να μην επιστρέψουμε στις λύσεις που δόθηκαν μέχρι τώρα. Γιατί οι λύσεις που δόθηκαν μέχρι τώρα έκαναν αυτό που λένε οι Αμερικάνοι «kicked the cow down the street»- «κλώτσησαν τον τενεκέ πιο κάτω στο δρόμο».
Αυτό που έκαναν έχει το εξής αποτέλεσμα: Αν πεις ότι δεν βρήκαμε τη βασική λύση, δεν πήραμε τη βασική απόφαση -ας πούμε το Φλεβάρη του 2016- και πάει η απόφαση για το καλοκαίρι του 2016 ή για τα Χριστούγεννα του 2016 ή το 2017, τότε όλες οι αποφάσεις θα καθυστερήσουν για το καλοκαίρι, τα Χριστούγεννα ή το 2017.
Κάποιος που έχει χρήματα και θέλει να καταναλώσει θα περιμένει, επειδή δεν έχει φύγει το Grexit από την ατζέντα. Κάποιος που έχει αποταμιεύσεις δεν θα τις επιστρέψει στην Τράπεζα επειδή δεν έχει φύγει το Grexit από την ατζέντα και θα φοβηθεί. Κάποιος, σαν εσάς, που θα θέλει να επενδύσει δε θα επενδύσει γιατί η βασική απόφαση για τη μεσοπρόθεσμη τύχη της Ελλάδας δεν έχει ληφθεί.
Εδώ υπάρχει μια επικίνδυνη αμφίδρομη σχέση μεταξύ της οικονομικής αβεβαιότητας και της πολιτικής αβεβαιότητας. Γιατί ένας επενδυτής -που φαντάζομαι θα είναι πολλοί εδώ- θα μου πει: «αν εγώ δεν έχω ένα καθαρό διάδρομο για το πώς θα ξεφύγει η Ελλάδα από την κρίση, πώς θα χρηματοδοτηθεί, πώς θα είναι η ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια και αν ξέρω ότι αυτός ο διάδρομος κλείνει σε δύο χρόνια και μετά θα ξαναχτιστεί, θα επενδύσω για δυο χρόνια. Αν μου δώσετε έναν διάδρομο για πέντε χρόνια, θα επενδύσω για πέντε χρόνια».
Για να επενδύσει για δέκα χρόνια, μπορεί να υπάρχει συμφωνία με τους θεσμούς, μπορεί να διαπραγματευθεί, μπορεί να υπάρχουν όροι, αλλά πρέπει να είναι τέτοιος ο διάδρομος που να ξέρει ο επενδυτής ότι έχει ένα καθαρό δρόμο για τα επόμενα 10 χρόνια. Αν δεν το έχει αυτό, δεν θα επενδύσει, δεν θα γυρίσει η ανάπτυξη, δεν θα καλύψουμε τους δημοσιονομικούς μας στόχους και θα μας ζητηθούν κι άλλες μεταρρυθμίσεις.
Άρα, η οικονομική αβεβαιότητα θα επηρεάσει την πολιτική βεβαιότητα και θα αρχίσουμε πάλι από εκεί που ήμασταν. Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι να μπορεί να έχει αυτό το διάδρομο. Και η αξιοπιστία της ελληνικής κυβέρνησης κάποτε πρέπει να κριθεί με τα μέτρα που πήρε, με τα μέτρα που παίρνει και την αφοσίωση που έχει δείξει σε αυτό το πρόγραμμα.
Δε μπορεί να είναι συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Ούτε μπορεί συνεχώς να υπάρχει το επιχείρημα κάποιου υπουργού της Ευρωζώνης που δε θα ονομάσω, για τον ηθικό κίνδυνο. Βεβαίως υπάρχει ηθικός κίνδυνος κάποιου που χρωστάει να ξεφύγει και να μην πληρώσει. Αλλά ο ηθικός κίνδυνος ισχύει για πολλούς. Αν κάποιος έχει δανειστεί παραπάνω απ’ ό,τι μπορεί και υπάρχει ηθικός κίνδυνος να το ξανακάνει, τότε κάποιος του δάνεισε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε.
Άρα πρέπει να ξέρουμε και τι κάνουμε για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και γιατί δάνεισε με αυτό τον τρόπο. Άρα και ο ηθικός κίνδυνος δεν είναι μόνο για τη χώρα που δανείζεται αλλά είναι και για τις Τράπεζες και τις χώρες που τη δάνεισαν.
Νομίζω ότι σας έχω δείξει ότι υπάρχουν και μέσα στην Ελλάδα και έξω από την Ελλάδα σημαντικά πράγματα που πρέπει να συζητήσουμε και δεν τα συζητάμε. Και αυτό είναι ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουμε και την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη. Και ότι μέσα στην Ελλάδα δημιουργούμε θεσμούς που επεκτείνουν αυτές τις αξίες.
Αν είναι να πετύχει η ελληνική κυβέρνηση και να βρεθεί μια νέα ισορροπία μεταξύ του ιδιωτικού, του δημόσιου και του κοινωνικού τομέα, οι σχέσεις ανάμεσα στους τρεις έχουν όση σημασία έχουν οι τρεις από μόνες τους. Γιατί πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις αρχίζει και αυξάνεται και η εμπιστοσύνη και η συνεργασία και η αξιοπιστία. Χωρίς αυτά θα είμαστε πάλι πολύ γρήγορα πίσω, εκεί από όπου ξεκινήσαμε.
Είναι μεγάλη ευκαιρία σε αυτή την κρίση να υπάρχει συνεργασία και να υπάρχει ένας κοινός στόχος για να λύσουμε αυτά τα προβλήματα. Η ελληνική κυβέρνηση έχει έναν οδικό χάρτη, όπως ξέρετε. Αυτός ο οδικός χάρτης άρχισε με την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, συνεχίζεται με το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και τελειώνει με το πρώτο στάδιο, τη συζήτησης για το χρέος.
Αυτό θα ελευθερώσει τη συμπιεσμένη ζήτηση που υπάρχει στην ελληνική οικονομία. Τους καταναλωτές που φοβούνται, τους αποταμιευτές που φοβούνται, τους επενδυτές που φοβούνται. Δεν έχουμε γίνει όμως Κεϋνσιανοί. Τουλάχιστον εμείς της κυβέρνησης της Αριστεράς, δεν θεωρούμε ότι τα προβλήματα θα λυθούν από την αύξηση της ζήτησης.
Προσωπικά αυτή την αύξηση της συμπιεσμένης ζήτησης, την ελευθεροποίηση αυτής της συμπιεσμένης ζήτησης, τη βλέπω σα μια υποτίμηση που ποτέ δεν πίστευα ότι λύνει τα προβλήματα μιας οικονομίας και μάλιστα και γι’ αυτό δεν ήμουν ποτέ με την έξοδο από το ευρώ. Αλλά σου δίνουν χρόνο και η υποτίμηση και αυτή η ελευθεροποίηση της συμπιεσμένης ζήτησης για να κάνεις τις βασικές τομές, είτε είναι στο κράτος είτε είναι στην οικονομία.
Θα παρουσιάσουμε στους θεσμούς το Μάρτη του 2016 το αναπτυξιακό μας σχέδιο και είμαστε αισιόδοξοι. Η στρατηγική είναι να έχουμε τελειώσει μ’ αυτά τα τρία πρώτα βήματα του οδικού χάρτη για να παρουσιάσουμε μια επενδυτική στρατηγική, που μπορεί να αλλάξει το φαύλο κύκλο σ’ έναν ενάρετο κύκλο.
Σ’ αυτό πολλοί θα πρέπει να συμμετέχουν με τις ιδέες τους, αλλά και με την αλληλεγγύη τους και την εμπιστοσύνη και την πίστη τους ότι η Ελλάδα μπορεί ν’ αλλάξει σελίδα. Δεν θα πω εγώ ότι είναι μια τελευταία ευκαιρία, το έχω ακούσει τόσες πολλές φορές στη ζωή μου ότι είναι η τελευταία ευκαιρία, το έχω καταλάβει, ούτε στα παιδιά μου δουλεύει ούτε δουλεύει και για τις μεγάλες οικονομίες.
Πάντα θα υπάρχουν κι άλλες ευκαιρίες, αλλά να συμφωνήσουμε όλοι κι όλες εδώ ότι είναι μια σημαντική ευκαιρία που μπορεί να αλλάξει την πορεία αυτού του τόπου.
Σας ευχαριστώ.
>>>•<<<