21 Αυγούστου 2024

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή: Έκθεση Β’ τριμήνου 2018

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή: Έκθεση Β’ τριμήνου 2018

Δημοσιεύτηκε η Έκθεση του Β’ τριμήνου 2018 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που ως όργανο, είναι ανεξάρτητο. Συνοπτικά, σε αυτήν αναφέρονται:

Οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές στο δεύτερο τρίμηνο του 2018. Ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι θετικός, η απασχόληση και οι αμοιβές της εργασίας αυξάνονται, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχετικά ισορροπημένο, η εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι εντός στόχων. Λιγότερο ευνοϊκή είναι η εικόνα της ανεργίας που δεν μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο και του πληθωρισμού που παραμένει χαμηλός, αν και σε θετικό έδαφος.

Την ίδια περίοδο καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις στις μεταβλητές αποθεμάτων: τόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς την εφορία κατέγραψαν μικρή μείωση, ωστόσο οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές αυξήθηκαν.

Όμως η πλέον σημαντική εξέλιξη είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το χρέος στο Eurogroup στις 22 Ιουνίου 2018. Η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνιστά αποφασιστικό βήμα για την διασφάλιση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη η επέκταση της περιόδου χάριτος, καθώς και η επιμήκυνση του ορίζοντα αποπληρωμής του EFSF για μία δεκαετία χωρίς προϋποθέσεις και ο περιορισμός των αιρεσιμοτήτων μόνο στις επιστροφές των κερδών από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs) και στην κατάργηση του επιτοκιακού περιθωρίου (step-up interest).

Παρόλα αυτά, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2038 στο βασικό σενάριο, έναν μάλλον εκτεταμένο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είκοσι χρόνων. Το διάστημα αυτό είναι αρκετά μεγάλο, διπλάσιο από εκείνο που καλύπτουν παραδοσιακά οι ασκήσεις βιωσιμότητας χρέους. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης. Σε συνέχεια της συμφωνίας του Eurogroup της 22ης Ιουνίου η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2018 έθεσε την Ελλάδα σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας με τριμηνιαίους ελέγχους όπως προβλέπεται από το άρθρο 2 (1) του κανονισμού 472/2013 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ενισχυμένη εποπτεία σε συνδυασμό με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και το κεφαλαιακό μαξιλάρι των 24,1 δις ευρώ που θα προκύψει μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον ESM καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αναμένεται να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση του Δημόσιου και των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
Βραχυπρόθεσμα, οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς. Συνεπώς θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος.

Ειδικά όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική υπενθυμίζουμε ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι από φέτος μέχρι και το 2022 είναι διπλάσιοι από τον περσινό στόχο καθώς και ότι οι στόχοι αυτοί ορίζονται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους. Επισημαίνουμε επίσης ότι οι όποιες κινήσεις εξόδου στις αγορές θα πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές.

Θεωρούμε ωστόσο ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να στραφεί στα ζητήματα που καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα επιτρέψει την σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα και αναμένεται να οδηγήσει σε ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως έχουν δείξει διεθνείς μελέτες (π.χ. ΔΝΤ), η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση. Το πλέον βασικό ζητούμενο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών που θα τους επιτρέψει να παρέχουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία.

Επιπρόσθετα, πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συνέχιση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, η διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες υπάρχει δέσμευση των επενδυτών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που εκτείνεται σε βάθος χρόνου.
Μακροπρόθεσμα, η πλέον κρίσιμη οικονομική μεταβλητή είναι η παραγωγικότητα της εργασίας που έχει μειωθεί δραματικά στη χώρα μας στη διάρκεια της κρίσης. Η χώρα μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται στην ταχύτερη μείωση των μισθών από την παραγωγικότητα. Η εξέλιξη αυτή, όπως εξηγούμε στο Ειδικό θέμα, ίσως να βοήθησε στην ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών (αν και όχι υπηρεσιών) στην περίοδο της κρίσης.

Μακροχρόνια όμως, ένα σενάριο συνεχούς μείωσης της παραγωγικότητας με τους μισθούς να συμπιέζονται όλο και περισσότερο προκειμένου να διατηρηθεί χαμηλά το μοναδιαίο κόστος εργασίας, δεν είναι βιώσιμο. Αντίθετα, η μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση και η αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών απαιτούν τη σταθερή αύξηση της παραγωγικότητας, ο ρυθμός μεταβολής της οποίας θα πρέπει να αποτελεί το όριο αυξήσεων στους μισθούς.

Ένας βασικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τα πρόσφατα καταστροφικά γεγονότα στην Αττική (πλημμύρες στη Μάνδρα, πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική) που οδήγησαν σε απώλεια ανθρώπινων ζωών υποδηλώνουν την ύπαρξη αδυναμιών στον κρατικό μηχανισμό. Πέρα από τα προβλήματα στην οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών πολλά από αυτά τα προβλήματα οφείλονται και στις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κράτους όπως η έλλειψη εθνικού κτηματολογίου και κατάλληλου χωροταξικού σχεδιασμού. Συνολικά, ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση των υπηρεσιών της κεντρικής διοίκησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, των δημόσιων επιχειρήσεων και των ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών αποτελεί προαπαιτούμενο για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους, τη διασφάλιση της καλύτερης λειτουργίας των αγορών και την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας της οικονομίας. Κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα, πέρα από την προστασία των συμφερόντων των πολιτών, την ουσιαστική άνοδο του μακροπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, καθώς η ποιότητα της διακυβέρνησης και η αποτελεσματικότητα των κρατικών θεσμών συνδέονται με υψηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.

Διαβάστε ολόκληρη την τελευταία Έκθεση, αμέσως παρακάτω:

 

Related posts