Δήλωση της βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Παύση πληρωμών του δημοσίου προς τους πολίτες έχει ανεπίσημα κηρύξει η κυβέρνηση της ΝΔ την πλέον κρίσιμη περίοδο.
Την ώρα που τα νοικοκυριά πιέζονται από τις νέες ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει αυξήσει τις απλήρωτες υποχρεώσεις του κράτους προς τους ιδιώτες (απλήρωτες συντάξεις, επιστροφές φόρων κ.λπ.) κατά 400 εκατ. ευρώ από τον Δεκέμβριο 2019.
Έτσι, στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία τη στιγμή που την έχει περισσότερο ανάγκη.
Μετά τις αντιδράσεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού και τον κ. Ρέγκλινγκ, ήρθε και το χαστούκι των θεσμών.
Ωστόσο, ο κ. Σταϊκούρας δεν βρήκε να πει ούτε μία λέξη γι’ αυτό στην κατά τα άλλα πανηγυρική του δήλωση για την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.
Ίσως ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμία σοβαρή δικαιολογία, πάρα μόνο η τεράστια διαχειριστική ανικανότητα του επιτελικού κράτους.
Απάντηση από το Υπ.Οικ. στη δήλωση της τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ κ. Έφης Αχτσιόγλου
Η κ. Αχτσιόγλου, στην αδυναμία της να σχολιάσει μία εξαιρετικά θετική έκθεση για τη χώρα, απομόνωσε το ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου, δήθεν, να κάνει κριτική στην Κυβέρνηση.
Ακόμα, όμως, και σε αυτό το πεδίο, λησμονεί ορισμένα πράγματα:
1ον. Η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες στα 2,2 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2019. Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τις περιόρισε στα 2 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019, τον μήνα που επικαλείται η κ. Αχτσιόγλου.
2ον. Ο ρυθμός εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 2,45 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2020, επηρεάστηκε από την πανδημία του κορονοϊού, όπως αναγνωρίζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην 7η έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας, η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Μάλιστα, η έκθεση επισημαίνει ότι ένας από τους βασικούς λόγους αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών ήταν η αύξηση των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης κατά 300 εκατ. ευρώ μεταξύ Δεκεμβρίου 2019 και Ιουνίου 2020, εξαιτίας ενός νέου όγκου αιτήσεων που ήταν αδύνατον να προβλεφθούν και οφείλονται στην εφαρμογή νόμου των αρχών του 2019, επί Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και υπουργίας της κ. Αχτσιόγλου, για τη δυνατότητα επανυπολογισμού των οφειλών των ελευθέρων επαγγελματιών πριν από την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης.
3ον. Επίσης, όπως έχει ανακοινώσει το Υπουργείο Εργασίας, οι υπηρεσίες του ΕΦΚΑ εντόπισαν δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις (στα τέλη του 2018 και στις αρχές του 2019) που είχαν μπει στο ηλεκτρονικό αρχείο με την ένδειξη «χωρίς απόφαση», οι οποίες σκόπιμα δεν προσμετρούνταν στις εκκρεμείς συντάξεις, για να αλλοιώσουν την πραγματική εικόνα των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Επίσης, εντόπισαν, στα τέλη του 2019, 17.000 ακαταχώρητες αιτήσεις συνταξιοδότησης μέσα σε κρυμμένους σάκους, την περίοδο που ήταν Υπουργός Εργασίας η κ. Αχτσιόγλου, και τώρα ο ΕΦΚΑ τις καταχωρεί με βάση την πραγματική ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Όπως επίσης και 45.000 περιπτώσεις εξόδων κηδείας που από 1.1.2015 δεν είχαν πληρωθεί. Για όλα αυτά θα υπάρξουν αναλυτικές ανακοινώσεις από το Υπουργείο Εργασίας.
4ον. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπογραμμίζουν, στην έκθεσή τους, ότι η Κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα για να επαναφέρει εντός στόχων τον ρυθμό μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
5ον. Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ESM κ. Klaus Regling, σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», δήλωσε, για το ζήτημα των εκκρεμών συντάξεων, ότι «δεδομένου του όγκου και του βάθους των προβλημάτων, κατανοούμε απολύτως τις υπάρχουσες καθυστερήσεις και ότι η αποκατάσταση της ομαλότητας απαιτεί χρόνο». Επεσήμανε, δε, ότι «είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι η Κυβέρνηση θέτει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο αντιμετώπισης των διαρθρωτικών θεμάτων που προκαλούν τις καθυστερήσεις στην απόδοση των συντάξεων».
Συνεπώς, «στο σπίτι του κρεμασμένου, δεν μιλάνε για σκοινί».
Εμείς θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, ώστε να αντιμετωπίσουμε χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, πολλές και καλές θέσεις απασχόλησης, ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή.