Η ΕΣΕΕ ανησυχεί έντονα για το γεγονός ότι η συμφωνία της αξιολόγησης συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής, παρά τις υποχωρήσεις της Κυβέρνησης. Οι 5 ενστάσεις των δανειστών και κυρίως του ΔΝΤ που εμποδίζουν μέχρι σήμερα μια συνολική λύση για την τελική συμφωνία της αξιολόγησης εμφανίζονται να είναι οι εξής:
1. Απαίτηση για μείωση του αφορολόγητου ορίου στα 7.000 €.
2. Βέτο στην πρόταση για προσωρινή αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
3. Άρνηση στο νομοσχέδιο για επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων.
4. Ασφυκτική πίεση για πώληση όλων των «κόκκινων» δανείων σε ξένα funds.
5. Απόλυτος έλεγχος του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων από τους δανειστές.
Οι παραπάνω νέες απαιτήσεις, απέτρεψαν να υπάρξει μια κατ’ αρχήν τεχνική συμφωνία «staff-level agreement» με τους εκπροσώπους των δανειστών, ώστε το αργότερο ως τις 31 Μαρτίου να φέρει η Κυβέρνηση στη Βουλή το βαρύ πακέτο μέτρων με την ελπίδα ότι έτσι θα κλείσει η αξιολόγηση και θα ανοίξει ο κύκλος της συζήτησης για ελάφρυνση του χρέους. Η συνέχεια των διαβουλεύσεων βρίσκεται πλέον στις τεχνικές ομάδες, ώστε μέχρι τις 4 Απριλίου που θα επιστρέψουν τα ανώτερα κλιμάκια των δανειστών να έχουν βρεθεί μέτρα που θα καλύψουν το δημοσιονομικό κενό ύψους από 600 εκατ. έως 1 δις ευρώ, κάτω μάλιστα από τις πιεστικές χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας, τους αμέσως επόμενους μήνες. Επιπλέον, η εκταμίευση της δόσης που θα πραγματοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι απαραίτητη, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για τις δαπάνες της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης. Ο λογαριασμός της αξιολόγησης, μπορεί να έκλεισε πριν το Καθολικό Πάσχα, αλλά η ίδια η αξιολόγηση παραμένει ανοικτή πριν το Ορθόδοξο Πάσχα. Η κυβέρνηση αποδέχθηκε μέτρα 5,5 δις ευρώ που οδηγούν σε ένα τρίτο βαρύ γύρο λιτότητας μετά το 2010 και θα επιβαρύνουν για άλλη μία φορά τη μικρομεσαία επιχείρηση, αλλά και τη μεσαία τάξη με αυξήσεις του φόρου εισοδήματος, τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και την περικοπή επικουρικών συντάξεων.
Πλέον οι εξελίξεις αναμένεται να διαμορφωθούν στα μέσα με τέλη Απριλίου, αφού οι εκκρεμότητες στο Ασφαλιστικό φαίνεται να παραμένουν, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση δέχθηκε σημαντικές μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις. Οι περικοπές θα ξεκινήσουν με μειώσεις 29% σε 280.000 δικαιούχους, ενώ θα καταβάλλονται πλέον ανά τρίμηνο. Το κυριότερο, όμως, μέτρο το οποίο θα επηρεάσει οριζόντια το εισόδημα των νυν αλλά και μελλοντικών συνταξιούχων είναι η μείωση της εθνικής σύνταξης στο επίπεδο των 350 ευρώ και πολύ χαμηλότερα για όσους έχουν λίγα χρόνια ασφάλισης.
Στο Φορολογικό το ΔΝΤ απαιτεί μείωση του αφορολογήτου ορίου με το επιχείρημα ότι στην Πορτογαλία είναι 4.500 ευρώ και στη Γερμανία το αφορολόγητο είναι 8.354 ευρώ. Η Κυβέρνηση προσπάθησε να αποκρούσει την υποχώρηση του έμμεσου αφορολόγητου σε 7.000 ευρώ από 9.545 ευρώ που είναι σήμερα, αποδεχόμενη τη μείωση στα 9.050 ευρώ, μεταφέροντας το βάρος στα μεσαία εισοδήματα. Μεταξύ άλλων προβλέπεται αύξηση του συντελεστή από το 22,5% στο 30% για εισοδήματα από 20.001 ως 25.000 ευρώ και νέα βάρη σε ελεύθερους επαγγελματίες με εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ, καθώς και σε μισθωτούς με μηνιαίες αποδοχές άνω των 1.500 ευρώ.
Αναφορικά με το «υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων», η κυβέρνηση αναγκάστηκε να δεχθεί τον έμμεσο μεν, αλλά ουσιαστικό δε, έλεγχο του κουαρτέτου σε όλες τις βασικές αποφάσεις. Πάνω από το διοικητικό συμβούλιο που θα εκφράζει τη βούληση της κυβέρνησης, θα υπάρχει ένα πενταμελές Εποπτικό Συμβούλιο, με πρόεδρο από την πλευρά των δανειστών, στο οποίο δύο στελέχη του κουαρτέτου θα μπορούν να μπλοκάρουν κάθε απόφαση. Επιπλέον, μετά την εκταμίευση της παρούσας δόσης των περίπου 5,5 δισ. ευρώ, κάθε επόμενη δόση θα εκταμιεύεται υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα έχουν εκπληρωθεί οι στόχοι των πωλήσεων του νέου υπερταμείου. Έτσι, οι δανειστές αποκτούν τη δυνατότητα ελέγχου στις εξελίξεις, καθώς από τη μια πλευρά θα ελέγχουν το χρονοδιάγραμμα και την επιλογή των περιουσιακών στοιχείων που θα πωλούνται και από την άλλη θα μπλοκάρουν τις επόμενες δόσεις αν οι στόχοι δεν τηρούνται.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν δέχονται ούτε τις αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών, ούτε τις εκπτώσεις φόρου ως κίνητρο για τον επαναπατρισμό αδήλωτων καταθέσεων Ελλήνων που βρίσκονται στις ξένες τράπεζες. Αντίθετα, απαίτησαν την πώληση όλων των «κόκκινων» δανείων από τις ελληνικές τράπεζες εδώ και τώρα σε ξένα funds, χωρίς καμία εξαίρεση και μεταβατική περίοδο, για να αποτραπεί νέα ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών ή ακόμα και κούρεμα καταθέσεων.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά:
«…Επανειλημμένως έχουμε τονίσει τη δυσκολία ανταπόκρισης των μικρομεσαίων στις αυξανόμενες οικονομικές επιβαρύνσεις, προειδοποιώντας παράλληλα για τον κίνδυνο νέων λουκέτων επιχειρήσεων και παραίτησης της μεσαίας τάξης λόγω της υπερβολικής φορολόγησης. Οι άνθρωποι της αγοράς πιστεύαμε ότι μετά την εξάντληση της φοροδοτικής μας ικανότητας, θα είχε εξαντληθεί και κάθε δυνατότητα «εφεύρεσης» νέων φόρων, αλλά δυστυχώς αυτός ο λογαριασμός δεν φαίνεται να έχει τέλος. Είναι προφανές ότι τα ακριβά μέτρα των 5,5 δις ευρώ της αξιολόγησης, εκ των οποίων επιπλέον 1,9 δις ευρώ φορολογικές επιβαρύνσεις από τα εισοδήματα του 2016, θα κληθεί να πληρώσει ποικιλοτρόπως για άλλη μια φορά η κατ´ ευφημισμό ελληνική μεσαία τάξη. Στην αβεβαιότητα, την αφαίμαξη και την ταλαιπωρία όλων μας, δυστυχώς έπεται συνέχεια…»