3 Σεπτεμβρίου 2024

Απαλλαγή οφειλέτη από υπόλοιπο χρεών στο νέο Πτωχευτικό Δίκαιο

Απαλλαγή οφειλέτη από υπόλοιπο χρεών στο νέο Πτωχευτικό Δίκαιο

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΤΖΟΥΦΑ
Δικηγόρου – LLM Αστικού Δικαίου, Msc in Banking and Finance Law

Με τους ν.4336/2015, ν.4446/2016 και εσχάτως ν.4549/2018 επήλθε σημαντική αλλαγή στο Πτωχευτικό Δίκαιο και εισήχθη στο ελληνικό δίκαιο για πρώτη φορά με υποχρεωτικό τρόπο ο θεσμός της απαλλαγής του ‘’έντιμου’’ οφειλέτη εμπόρου που έχει πτωχεύσει από το υπόλοιπο των χρεών του μετά από δύο χρόνια από την κήρυξη της πτώχευσης .Με τον τρόπο αυτό δίνεται η δυνατότητα σε οφειλέτες που έχουν πτωχεύσει να ξεκινήσουν σε λογικό χρονικό διάστημα χωρίς κανένα πρόβλημα εκ νέου επίσημα και νόμιμα νέα εμπορική δραστηριότητα στο όνομά τους, χωρίς να υφίσταται το υπόλοιπο των χρεών τους που δεν καλύπτονται από την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας. Η ρύθμιση αυτή που παρουσιάζει ακόμα κάποιες μικρές ασάφειες έχει ως πρότυπο τον αγγλικό θεσμό της discharge (απαλλαγή από χρέη) και τον αντίστοιχο γερμανικό της Restschuldbefreiung που εφαρμόζονται με αξιοσημείωτη επιτυχία στο πτωχευτικό δίκαιο των παραπάνω χωρών, και συνεπώς εμφανίζει σημαντική δυναμική και προοπτική επιτυχίας για σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων και στον ελληνικό χώρο.

Η αντίληψη για την ανάγκη απαλλαγής και «ελάφρυνσης» από χρέη του «έντιμου» επιχειρηματία εδράζεται στην θεώρηση, μεταξύ άλλων, της επιχειρηματικής δράσης ως φυσικά υποκείμενης στο ενδεχόμενο αποτυχίας εξαιτίας της δημιουργίας χρεών, με επακόλουθο την ανάγκη να δίνεται η δυνατότητα και το «δικαίωμα» στον αποτυχόντα έντιμο πτωχό επιχειρηματία ως φυσικό πρόσωπο να εκκινήσει εκ νέου την επιχειρηματική του προσπάθεια, απαλλαγμένος υπό προϋποθέσεις από το βάρος υπέρογκων χρεών. Σε συνταγματικό επίπεδο η παροχή αυτού του δικαιώματος θα μπορούσε να απορρέει και από την δυναμική ερμηνεία του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος για το ατομικό δικαίωμα στη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας, το οποίο ίσως φαλκιδεύεται αν ο επιχειρηματίας καθίσταται εσαεί δέσμιος των χρεών του. Η επανένταξη του πτωχού επιχειρηματία στην οικονομική ζωή μέσω της απαλλαγής του από το υπόλοιπο των χρεών του μετά την εκποίηση βέβαια τυχόν περιουσίας του προς όφελος των δανειστών εξυπηρετεί περαιτέρω, σε μακροοικονομικό επίπεδο, την επανεκκίνηση όλης της οικονομίας και την διάσωση ανθρώπινων πόρων.

Σε σχέση με τον παλαιότερο θεσμό της πτωχευτικής αποκατάστασης η πτωχευτική απαλλαγή είναι μια πολύ δραστικότερη λύση, καθώς οδηγεί σε απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών μετά την εκποίηση της πτωχευτικής περιουσίας, πράγμα που η αποκατάσταση δεν εξασφάλιζε, αλλά προέβλεπε μόνο προαιρετικά. Σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεί για πολλούς υπερχρεωμένους εμπόρους και ιδίως εφόσον δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό, σημαντική επιλογή που μπορεί να αποδώσει σημαντικές ωφέλειες.

Οι βασικές προϋποθέσεις και τα κύρια σημεία της πτωχευτικής απαλλαγής περιγράφονται αμέσως παρακάτω.

1. Η βασική προϋπόθεση για την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη – Το συγγνωστό αυτού και η συνεργασία του κατά την πτωχευτική διαδικασία και τα βασικά κριτήρια για την διαπίστωσή του

Η διάταξη του άρθρου 168 του Πτωχευτικού Κώδικα προβλέπει λοιπόν ως προϋπόθεση για την πτωχευτική απαλλαγή την κήρυξη του οφειλέτη ως συγγνωστού, πράγμα που σημαίνει αφενός μεν ότι ο πτωχός δεν πρέπει να έχει καταδικαστεί ή να διώκεται για (δόλια) χρεοκοπία, αφετέρου δε και ως θετική προϋπόθεση ότι η πτώχευση δεν οφείλεται κυρίως σε δόλιες και υπερβολικά άφρονες ενέργειές του, π.χ. κατασπατάληση των τραπεζικών δανείων σε αντικείμενα άσχετα με την επαγγελματική του δραστηριότητα, τελείως αλόγιστη επιχειρηματική πολιτική, αλλά ότι οφείλεται κυρίως σε φαινόμενα όπως η οικονομική κρίση και οι συνήθεις εμπορικές ατυχίες και αποτυχίες σύμφωνα και με τα σύγχρονα δεδομένα της ριψοκίνδυνης εμπορικής δράσης.

Με το νέο άρθρο 168 του Πτωχευτικού Κώδικα προβλέπεται λοιπόν ότι ο πτωχός οφειλέτης, εφόσον κηρυχθεί συγγνωστός σύμφωνα με το άρθρο 167, υποβάλλει αίτηση για την απαλλαγή του στο πτωχευτικό δικαστήριο εντός δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως με την περάτωσή της, αν αυτή επέρχεται πιο γρήγορα.

Το συγγνωστό του πτωχού οφειλέτη φυσικού προσώπου, λοιπόν, παραμένει η αναγκαία, αλλά και η μόνη θετική ουσιαστική προϋπόθεση για την απαλλαγή του. Παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι παρατηρήσεις των πιστωτών και του συνδίκου της πτώχευσης.

Εκείνο που πρέπει, κατά την άποψη μας, να τονισθεί είναι ότι το συγγνωστό του οφειλέτη δεν πρέπει να κρίνεται πλέον με βάση αποκλειστικά τα κριτήρια που υιοθετούσε η παλιά νομολογία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί υπό την ισχύ του παλιού Εμπορικού Νόμου και ουσιαστικά συνεχίστηκε λανθασμένως και υπό του καθεστώς του ν. 3588/2007. Στην παλαιότερη, αλλά και την σχετικά πρόσφατη νομολογία, συγγνωστός σε μεγάλο βαθμό θεωρείται μόνο αυτός ο οποίος περιήλθε σε πτώχευση ιδίως λόγω «εμπορικού ατυχήματος» ή ασθένειας ή λόγω εντελώς απρόβλεπτων καταστάσεων, ενώ ενίοτε κρίνεται ότι πρέπει να συντρέχουν «ειδικοί λόγοι» για να κηρυχθεί ο οφειλέτης συγγνωστός.

Η αντίληψη αυτή, όμως, δεν συμβιβάζεται ούτε με την γραμματική ερμηνεία του άρθρου 167 αλλά πλέον ούτε και με την βούληση του ιστορικού νομοθέτη, ο οποίος δεν απαιτεί πρόσθετα στοιχεία ενάρετης ζωής ή ειδικούς λόγους για το συγγνωστό, αλλά μόνο καλή πίστη κατά την κήρυξη και την διάρκεια της πτώχευσης και μη δόλια πρόκληση της πτώχευσης από τον πτωχό, εγκαταλείποντας έτσι τις πολύ συντηρητικές προϋποθέσεις.

Έτσι, ενδεικτικά, θα πληροί πιθανότατα τις προϋποθέσεις για απαλλαγή από το υπόλοιπο των οφειλών του και θα μπορούσε να κηρυχθεί ως μη δόλιος και καλής πίστης (και συνεπώς συγγνωστός) ο πτωχός-οφειλέτης, του οποίου η πτώχευση αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό και σε ανείσπρακτες απαιτήσεις, ιδίως όταν οι τελευταίες οφείλονται σε αφερεγγυότητα των δικών του οφειλετών, πολύ περισσότερο δε όταν αυτές περικόπτονται στα πλαίσια μιας προπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης των τελευταίων. Επίσης, ο οφειλέτης ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει την ραγδαία καθίζηση του τζίρου λόγω μιας γενικευμένης οικονομικής κρίσης ή ξαφνικής διακοπής της ρευστότητας από τραπεζικά ιδρύματα ή υπέρμετρης φορολογικής και λοιπής επιβάρυνσης. Επιπλέον επιχειρηματικές ενέργειες οι οποίες μπορεί να ήταν σχετικά ριψοκίνδυνες από εμπορικής πλευράς δεν αποκλείουν κατά την ορθότερη άποψη την καλή πίστη, παρά μόνο όταν είναι συνεχώς επαναλαμβανόμενες, τελείως ατεκμηρίωτες και συνοδεύονται και από άλλες άφρονες και βαρύτατα αμελείς ενέργειες ή ενέργειες που μαρτυρούν απόλυτη μεθόδευση. Προσωπικά επίσης ατυχήματα όπως αρρώστιες, οικογενειακές ατυχίες ή υποχρεώσεις που απαιτούν πρόσθετα έξοδα και λοιπά γεγονότα ανωτέρας βίας μπορούν σε κάθε περίπτωση-και υπό το καθεστώς της παλαιότερης νομολογίας- να στηρίξουν την ύπαρξη έντιμης πτώχευσης.

Αντίθετα όταν αποδεδειγμένα π.χ. οι επαγγελματικές τραπεζικές πιστώσεις διοχετεύονταν από τον επιχειρηματία κυρίως στην απόκτηση πολυτελών αντικειμένων άσχετων με την επιχειρηματική δραστηριότητα, θα είναι ίσως κάπως δύσκολο να μιλήσει κανείς για καλή πίστη. Το ίδιο θα ισχύει αν διαπιστώνονται μεγάλες λογιστικές ατασθαλίες στα βιβλία του πτωχού οφειλέτη ή όταν αυτά δεν τηρούνται σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής επιστήμης. Η απλή, πάντως, μη καταβολή φόρων ή ασφαλιστικών χρεών, όταν οφείλεται ιδίως σε οικονομική δυσχέρεια, δεν θα αποκλείει το συγγνωστό του οφειλέτη και θα πρέπει να οδηγεί στην απαλλαγή του.

Στις αρνητικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της απαλλαγής εντάσσεται, όπως προελέχθη, η μη καταδίκη του πτωχού σε δόλια χρεοκοπία του άρθρου 171 Πτωχευτικού Κώδικα καθώς και η μη καταδίκη του για την κακουργηματική καταδίκη στα εγκλήματα της απάτης, της κλοπής, της πλαστογραφίας και της υπεξαίρεσης.

2. Τα πρόσωπα που δύναται να υποβάλλουν αίτηση απαλλαγής

Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι καταλαμβάνει φυσικά πρόσωπα, πράγμα που σημαίνει ότι ο θεσμός της απαλλαγής – δεύτερης ευκαιρίας απευθύνεται κυρίως σε οφειλέτες (που θα πτωχεύσουν εφεξής) κατόχους ατομικών επιχειρήσεων, αλλά και σε ομορρύθμους εταίρους που έχουν συμπτωχεύσει ως αποτέλεσμα της πτώχευσης ομόρρυθμης εταιρίας ή έχουν πτωχεύσει οι ίδιοι ατομικά ως ομόρρυθμοι εταίροι – έμποροι. Εξαιρούνται, λοιπόν, τα νομικά πρόσωπα, κατ’ επέκταση όμως και οι μέτοχοι Α.Ε., εταίροι Ε.Π.Ε. και Ι.Κ.Ε., καθώς και οι ετερόρρυθμοι εταίροι που δεν αποκτούν εμπορική ιδιότητα. Δεν εμποδίζονται όμως τα πιο πάνω «πρωτογενώς» εξαιρούμενα πρόσωπα αν κηρυχθούν ατομικά ως έμποροι σε πτώχευση, να επωφεληθούν της ρύθμισης και να αιτηθούν τότε της απαλλαγής του.

Αξιοσημείωτες είναι και οι προτάσεις του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου που ζητούν να ενταχθούν και οι διοικητές-διαχειριστές κεφαλαιουχικών εταιριών στην ρύθμιση της απαλλαγής αφού είναι γνωστό ότι είναι ατομικά υπεύθυνοι για χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, σχεδόν δε όλες τις φορές ευθύνονται και ως εγγυητές και για τραπεζικά δάνεια των εταιριών τους. Συνεπώς είναι συνετό σε μελλοντική νομοθετική ρύθμιση να ληφθούν υπόψη αυτές οι προτάσεις και υπό προϋποθέσεις να δίνεται η ευκαιρία στους διαχειριστές εταιριών να συναπαλλαγούν από τα χρέη τους. Η ίδια προβληματική αφορά και τους εγγυητές του πτωχού , οι οποίοι κατά μία άποψη θα μπορούσαν να ζητήσουν την απαλλαγή τους στα πλαίσια του πτωχευτικού δικαίου.

3. Τα υπαγόμενα χρέη και τα πρακτικά αποτελέσματα της απαλλαγής

Η απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 169 του Πτωχευτικού Κώδικα αφορά όλα τα χρέη του πτωχού –πλην των χρεών που προκύπτουν από αδικήματα που τελέστηκαν με δόλο και βαριά αμέλεια– και μάλιστα σε όλη τους την έκταση («πλήρως»). Η απαλλαγή θα έγκειται κυρίως σε απαλλαγή από το υπόλοιπο δανείων, τραπεζικών και μη, οφειλόμενων χρημάτων από πώληση και λοιπές δικαιοπραξίες, καθώς και σε απαλλαγή από άλλες συμβατικές αξιώσεις, πιθανόν και από αξιώσεις για καταδίκη σε δήλωση βούλησης, εφόσον αυτές δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθούν από το σύνδικο και εκτιμώνται μόνο αποζημιωτικά ως χρηματικές πλέον ενοχικές απαιτήσεις.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το άρθρο 169 από την απαλλαγή εξαιρούνται οι αδικοπρακτικές αξιώσεις που προκύπτουν από αδικήματα που τελέστηκαν με δόλο και βαριά αμέλεια. Κατ’ εξοχήν ως τέτοιες αδικοπρακτικές αξιώσεις μπορούν να θεωρηθούν οι απαιτήσεις από ακάλυπτες επιταγές, εφόσον βέβαια αυτές σφραγίστηκαν και παρέχουν βάση για άσκηση αποζημιωτικών αξιώσεων έναντι του πτωχού, οι αξιώσεις από ατυχήματα ή/και οι αξιώσεις από διατροφή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, αλλά και λοιπές αξιώσεις αποζημίωσης.

Ένα σχετικό ερωτηματικό φαίνεται να υπάρχει για τα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, και ειδικότερα ως προς την βάση των αξιώσεων αυτών. Δεδομένου όμως ότι το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία υπάγονται ως προς τις απαιτήσεις τους στην πτωχευτική διαδικασία και στους κανόνες της, έπεται ότι η απαλλαγή καταλαμβάνει κατ’ αρχήν και τα χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Τα αποτελέσματα της απαλλαγής για τον πτωχό οφειλέτη είναι ενόψει της διατύπωσης του ελληνικού νόμου, κατά την ορθότερη άποψη, ότι τα επιλέξιμα χρέη του πτωχού με τις παραπάνω διακρίσεις διαγράφονται, αφού εκποιηθεί τυχόν υπάρχουσα περιουσία του. Επιπλέον, η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξή του σε πτώχευση, η λεγόμενη μεταπτωχευτική περιουσία, εκφεύγει αμετακλήτως πλέον της δυνατότητας κατάσχεσης εκ μέρους των δανειστών του οφειλέτη, ακόμα και μετά την περάτωση της πτώχευσης, κάτι που δεν ισχύει βέβαια στην κλασσική πτώχευση (χωρίς απαλλαγή) που περατώνεται π.χ. με παύση των εργασιών της. .

Η πρακτική σημασία της νέας διάταξης είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς προβλέπει μετά την εκποίηση της υπάρχουσας πτωχευτικής περιουσίας ολική απαλλαγή του πτωχού από όλα τα υπόλοιπα χρέη, του δίνει την ευκαιρία να αποκτήσει «νέα» περιουσία στο όνομά του χωρίς να αντιμετωπίζει κίνδυνο κατάσχεσής της και ουσιαστικά παραδίδει λευκό στην αγορά τον έντιμο πτωχό χωρίς οικονομικά βαρίδια του παρελθόντος και απόλυτα ελεύθερο να δραστηριοποιηθεί εμπορικά εξ’ αρχής χωρίς την χρήση παρένθετων προσώπων.

4. Βελτιώσεις που ήδη επήλθαν και άλλες που πρέπει να δρομολογηθούν

Σημαντικό βήμα είναι η πρόβλεψη πλέον διαδικασίας με τον πρόσφατο νόμο 4549/2018 για απαλλαγή και για πτωχούς που δεν διαθέτουν έστω κάποια μικρή πτωχευτική περιουσία και η πτώχευσή τους απορρίφθηκε λόγω έλλειψης αυτής. Δίδεται η δυνατότητα μετά από τρία χρόνια στην προκειμένη περίπτωση από την απόρριψη της αίτησής τους για αυτό το λόγο(δηλαδή λόγω έλλειψη περιουσίας για κάλυψη των εξόδων της πτώχευσης) να υποβάλλουν αίτηση απαλλαγής και εφόσον κηρυχθούν και αυτοί συγγνωστοί, να απαλλαγούν από τα χρέη τους. Την άποψη αυτή την είχαμε υποστηρίξει και σε άρθρο μας πριν γίνει η πρόσφατη νομοθετική βελτιωτική ρύθμιση (βλ.Κ. Ντζούφας, Η απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη από τα χρέη του και η δεύτερη ευκαιρία στον νέο Πτωχευτικό Κώδικα – Μια lex imperfecta ή βήμα προς τα εμπρός;, Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου, 2017, σελ.768).

Επίσης σημαντική βελτίωση είναι . ήδη με το ν.4446/2016 ότι την εν γένει απαλλαγή μπορεί πλέον να τη ζητήσουν και παλιότερα πτωχεύσαντες οφειλέτες-όχι μόνο δηλαδή αυτοί που κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης από 1.1.2017- αρκεί η πτωχευτική διαδικασία να είναι εκκρεμής έστω και τον 12/2016, δηλαδή να μην έχει ολοκληρωθεί η πτώχευση ως συνολική διαδικασία ή να μην έχει επέλθει η λεγόμενη παύση εργασιών της πτώχευσης. Αυτό φαίνεται να δίνει την δυνατότητα σε πτωχούς για τους οποίους συνεχίζεται η πτωχευτική διαδικασία να κάνουν χρήση του δικαιώματος της απαλλαγής.

Θα ήταν, περαιτέρω, νοητή, υπό αυστηρότατες βέβαια προϋποθέσεις, στο μέλλον να νομοθετηθεί και η προστασία της πρώτης και κύριας κατοικίας του απαλλαγέντος πτωχού οφειλέτη. Σημαντικό, τέλος, ζήτημα είναι η ρύθμιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση του απαλλαγέντος πτωχού, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επαναδραστηριοποίησή του, και η σχετική πρόβλεψη για διαγραφή του από λίστες προσωπικών δεδομένων (όπως π.χ. του Τειρεσία) σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την απαλλαγή

5. Συμπεράσματα

Η διαδικασία της πτωχευτικής απαλλαγής ενισχύει ιδιαίτερα τα ήδη υπάρχοντα πλεονεκτήματα της πτώχευσης για τους μικρομεσαίους-και όχι μόνο –επιχειρηματίες, όπως π.χ. η ευμενέστερη ποινική μεταχείριση για αδικήματα μετά την παύση των πληρωμών, κάνοντας την πτώχευση έναν δρόμο προς την γρήγορη και ουσιαστική και αμετάκλητη εκκαθάριση των οφειλών του επιχειρηματία και αποκόπτοντας οριστικά τον ομφάλιο λώρο προς οφειλές του παρελθόντος, πράγμα που δεν προσφέρει κανένας άλλος θεσμός ή νόμος σήμερα για τους εμπόρους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η πτώχευση γίνεται η απόλυτη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για όσους δεν τα κατάφεραν επιχειρηματικά, αλλά σαφώς δίνει ένα πολύ ισχυρό προβάδισμα στους έντιμους επιχειρηματίες που αποφάσισαν να δηλώσουν πτώχευση, σε σύγκριση με αυτούς που απλώς έκλεισαν την επιχείρησή τους και αποτελεί μια πραγματικά δεύτερη ευκαιρία για τον επιχειρηματία, όπως ζητούσε επιμόνως ο επιμελητηριακός κόσμος της χώρας και ιδιαίτερα το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών. Η απόφαση λοιπόν για δήλωση πτώχευσης για μια υπερχρεωμένη επιχείρηση και ο σωστός σχεδιασμός της όλης νομικής και λογιστικής διαδικασίας και της αίτησης πτώχευσης μπορεί να αποτελέσει βήμα οριστικής διαφυγής από λάθη και ατυχίες του παρελθόντος.

Ο Κωνσταντίνος Ντζούφας είναι δικηγόρος εξειδικευμένος στο εταιρικό, χρηματοδοτικό, δίκαιο άυλων αγαθών και πτωχευτικό δίκαιο, νομικός σύμβουλος εταιριών με σημαντική πείρα στα παραπάνω αντικείμενα. Είναι κάτοχος LLM Αστικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και Msc in Banking and Finance Law από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Έχει δημοσιεύσει σειρά εξειδικευμένων μελετών στα παραπάνω θεματικά πεδία σε έγκριτα νομικά περιοδικά. Ειναι εισηγητής στο πρόγραμμα e-learning του Τμήματος Χρηματο/κης και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιά του μαθήματος «Προπτωχευτικές και Πτωχευτικές Διαδικασίες Εξυγίανσης Επιχειρήσεων»

e-mail: zoufas @ yahoo.gr

Πηγή ΕΕΑ, ΕΔΩ.

 

 

 

 

Related posts