Ακολουθεί η Ομιλία του Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, Γιώργου Τσίπρα, στο Συνέδριο με θέμα «Επενδύσεις στην Ελλάδα & Αναπτυξιακή Προοπτική».
Κυρίες και κύριοι,
Έχοντας διανύσει έξι μήνες διακυβέρνησης της χώρας, παρά τις έκτακτες συνθήκες αυτής της διακυβέρνησης, επιβεβαιώνονται ορισμένες εκτιμήσεις και απόψεις για τη δυνατότητα θετικής διεξόδου σε ότι αφορά το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, εκτιμήσεις σχετικές με το θέμα του συνεδρίου σας, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις.
Υπάρχουν σήμερα για τη χώρα, υπήρχαν στην πραγματικότητα ήδη πριν ακόμη τη βαθιά κρίση και την πρόσδεση της χώρας στα μνημόνια, δυο πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις για τη χώρα. Η μια προσέγγιση θέλει να αγνοεί τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή βαθιά κρίση και για την υπέρβασή της ακολουθεί τον τυφλοσούρτη νεοφιλελεύθερων επιταγών, στην κατεύθυνση μιας χώρας όπου το πρωτεύον, το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι το χαμηλό εργατικό κόστος, το υποτυπώδες κράτος πρόνοιας, η χαμηλή φορολογία κεφαλαίου κλπ.
Η φιλοσοφία αυτή σε μεγάλο βαθμό δοκιμάστηκε, με τα γνωστά μέχρι σήμερα αποτελέσματα. Η άλλη προσέγγιση επιδιώκει να παρέμβει στις ίδιες τις αιτίες της βαθιάς κρίσης και για την υπέρβασή της ακολουθεί ως κύριο πεδίο την αξιοποίηση και όχι την εγκατάλειψη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η χώρα.
Τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα σε γενικές γραμμές σχετίζονται με τη γεωγραφική θέση της χώρας, τη γεωπολιτική της θέση, την οικονομική της ένταξη μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τους ιδιαίτερους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους, το ανθρώπινο και επιστημοτεχνικό δυναμικό, την ευλυγισία που της παρέχει η ιδιαίτερη διάρθρωση της οικονομίας της, έστω και ως αποτέλεσμα της παραγωγικής αποδιάρθρωσης.
Συνεπώς, η πολιτική που ακολουθήθηκε μέχρι το Ιανουάριο του 2015, δεν πριμοδοτούσε μόνο μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης. Αυτό είναι η μια πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά εξίσου σημαντική για την προοπτική της χώρας, ήταν η εγκατάλειψη και αποδιάρθρωση, αντί της αξιοποίησης, των ιδιαίτερων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει η Ελλάδα.
Είναι αναγκαίες εδώ δύο επισημάνσεις.
Η εμπειρία μέσα στον ίδιο το χώρο της ΕΕ κάθε άλλο παρά προκρίνει την προσέγγιση του χαμηλού εργατικού κόστους. Η εμπειρία από χώρες στα βορειοανατολικά της Ελλάδας κάθε άλλο παρά είναι εμπειρία σταθερού επενδυτικού κλίματος και βιώσιμης ανάπτυξης. Στην ίδια την Ελλάδα, τα αποτελέσματα αντίστοιχων πολιτικών ήταν η αποεπένδυση και μεγάλη συρρίκνωση και για την ιδιωτική οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, εκτός ορισμένων μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών, ο κύριος όγκος των ξένων επενδύσεων διεθνώς κατευθύνεται κυρίως προς ανεπτυγμένες οικονομίες, με σχετικά υψηλό εργατικό κόστος όπου το κύριο συγκριτικό πλεονέκτημα της ανταγωνιστικότητάς τους σχετίζεται με πολλούς άλλους παράγοντες.
Στην Ελλάδα, η μετάβαση από μια οικονομία χαμηλής ανταγωνιστικότητας σε μια οικονομία υψηλής ανταγωνιστικότητας, περνά μέσα από την ανάπτυξη μιας οικονομίας υψηλής εξειδίκευσης, υψηλής προστιθέμενης αξίας, τεχνολογικής καινοτομίας, με την προώθηση και ενίσχυση υφιστάμενων παραγωγικών δομών και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, αξιοποιώντας και αναπτύσσοντας τις ιδιαίτερες ευκαιρίες και συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και όχι αποδιαρθρώνοντάς τα.
Υπάρχουν σημεία σύμπτωσης ανάμεσα στις δυο αυτές προσεγγίσεις; Προφανώς υπάρχουν. Ωστόσο, το πιο σημαντικό δεν είναι τα σημεία σύμπτωσης που μάλιστα αφορούν περισσότερο λόγια παρά την πράξη, αλλά το ποια παραγωγική και αναπτυξιακή κατεύθυνση θα ακολουθήσει η χώρα.
Οι δυο προσεγγίσεις δεν έχουν μόνο διαφορετικό αποτύπωμα πάνω στην κοινωνική συνοχή και ευημερία της πλειοψηφίας, άρα και στη σταθερότητα, αλλά και στη θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Επιτρέψτε μου έτσι να σημειώσω, ότι είναι αποπροσανατολιστική η συζήτηση που θεωρεί ως υπ’ αριθμόν 1 ζητούμενο τα όποια σημεία σύμπτωσης και τη συνεννόηση των κομμάτων πάνω σε αυτά. Έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία να συμφωνήσουμε στην κατεύθυνση της χώρας.
Δεύτερο. Απαιτείται σχέδιο, απαιτείται σχεδιασμός. Στην Ελλάδα δεν ακολουθήθηκε κάποιο λάθος σχέδιο σε ότι αφορά τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας. Δεν ακολουθήθηκε κανένα σχέδιο. Υιοθετώντας μια αντίληψη που δεν κυριαρχεί σε καμιά άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται τέτοιος σχεδιασμός, αφέθηκε ο παραγωγικός προσανατολισμός στις τυφλές δυνάμεις της αγοράς και μάλιστα σε ιδιαίτερες συνθήκες στρέβλωσης εξαιτίας του συστήματος της διαπλοκής. Το αποτέλεσμα ήταν η επικράτηση των αντικειμενικών πιέσεων από το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και το περιβάλλον της ΕΕ προς μια τριτογενοποίηση της ελληνικής οικονομίας, και με ιδιαίτερες παθογένειες και αδυναμίες σε κάθε κλάδο.
Η εμπειρία και από τις δυτικές χώρες της ΕΕ, χώρες όπως η Ολλανδία ή η Δανία, είναι πως ο παραγωγικός σχεδιασμός και προσανατολισμός είναι αναγκαίος, τόσο πιο αναγκαίος όσο πιο ενδιάμεση ή κατώτερη είναι η θέση της χώρας, όπως στην περίπτωσή μας.
Τρίτο. Είναι αναγκαίο να διαφοροποιήσουμε τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της χώρας. Διαφοροποίηση δεν εννοείται με την έννοια της διαφοράς από αυτό που υπήρχε μέχρι σήμερα. Διαφοροποίηση εννοείται με την έννοια κυρίως της πολυδιάστατης πολιτικής που πολλαπλασιάζει τα σημεία διεθνούς αναφοράς και απεύθυνσης, χωρίς να εγκαταλείπει τα παραδοσιακά στηρίγματα, ώστε η χώρα να ανταποκριθεί και αξιοποιήσει σε όφελός της ένα μεταβαλλόμενο ταχύτατα διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, με σημαντικές ανακατατάξεις και ευκαιρίες που είναι πια αδύνατο να αγνοούμε. Η χώρα έχει μείνει πίσω και σε αυτό.
Τέταρτο. Οικονομική διπλωματία. Στις συνθήκες της βαθιάς οικονομικής κρίσης αντί να ενισχυθούν δημόσια πεδία έστω κατ’ εξαίρεση όπως η οικονομική διπλωματία, αφέθηκαν και αυτά στο έλεος των περικοπών και του μαρασμού του ευρύτερου Δημόσιου. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας περνά μέσα από την ανασυγκρότηση της των δημόσιων και μικτών δομών υποστήριξης της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας και ειδικότερα της οικονομικής διπλωματίας. Η αξιοποίηση ή και αντιγραφή παραδειγμάτων από άλλες χώρες εντός και εκτός της ΕΕ είναι το ελάχιστο που μπορεί και πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό. Να σημειώσω εδώ, σε ότι αφορά τη Γενική Γραμματεία Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, ότι το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια στο Υπουργείο Εξωτερικών που προγραμματίστηκε ξανά η ενίσχυση του κλάδου των ΟΕΥ ή εμπορικών ακολούθων.
Πέμπτο. Ξένες επενδύσεις. Οι ξένες επενδύσεις είναι ίσως το πιο κρίσιμο πεδίο που θα καθορίσει το αν και τον ρυθμό επανεκκίνησης της οικονομίας. Θα πρέπει να συνδυαστούν με την σχεδιαζόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και θα πρέπει να ξεκινήσουν από το υπάρχον.
Είναι πεποίθησή μου και πεποίθηση της κυβέρνησης πως υπάρχουν ή μπορούν σύντομα να διαμορφωθούν οι όροι για μια σειρά ξένων επενδύσεων στη χώρα. Υπάρχει ένα momentum από τη συμφωνία, καθώς και από την αποκατάσταση της ρευστότητας και τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, στα οποία στοχεύουμε για το επόμενο διάστημα. Αν αυτά συμπληρωθούν με την προσέλκυση μιας σειράς ξένων επενδύσεων, τόσο πιο γόνιμο θα είναι αυτό το momentum αναπτυξιακά.
Υπάρχουν, ωστόσο, σοβαρές ελλείψεις που πρέπει το συντομότερο να καλυφθούν. Η χώρα σήμερα πάσχει σε αυτόν τον τομέα, σε βαθμό ανεπίτρεπτο για χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πάσχει, πρώτον, στο πεδίο της εικόνας της στο εξωτερικό από της άποψη της σοβαρότητας, εικόνα που έχει επιδεινωθεί στα πέντε χρόνια του μνημονίου. Κυρίως πάσχει στο πεδίο του επενδυτικού πλαισίου, όπου απαιτούνται ταχύτατα αλλαγές που θα αλλάξουν το τοπίο για τον υποψήφιο ξένο επενδυτή. Αλλαγές στο επίπεδο του φορολογικού καθεστώτος που πρέπει να απλοποιηθεί και να γίνει σταθερότερο. Αλλαγές στο επίπεδο της αδειοδότησης επενδύσεων, που θα έπρεπε να ολοκληρώνεται σε ένα μέγιστο διάστημα ενός-δυο μηνών με επιτάχυνση ή απλοποίηση διαδικασιών, χωρίς όμως την καταστρατήγηση του ρυθμιστικού πλαισίου για το περιβάλλον κλπ. Αλλαγές ιδιαίτερα στο επίπεδο των ξένων επενδύσεων που πρέπει να υποστηρίζονται αποτελεσματικά μέχρι να λειτουργήσουν, αξιοποιώντας την πείρα άλλων χωρών, καθιστώντας έτσι πιο ελκυστικό το όλο επενδυτικό περιβάλλον.
Επέλεξα πέντε σημαντικά κατά τη γνώμη μου σημεία που αφορούν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Όχι ότι δεν υπάρχουν πολλά άλλα που θα μπορούσαν να ειπωθούν. Όπως για παράδειγμα το αντι-επενδυτικό αποτύπωμα του συστήματος της διαπλοκής, που είναι ζήτημα αιχμής ως προς τις αλλαγές-προκλήσεις με τις οποίες έχουμε να αναμετρηθούμε.
Σας ευχαριστώ.
>>>•<<<
••• Αὐξημένη ἀνταγωνιστικότητα; … Εὐεπιχειρεῖν !