17 Αυγούστου 2024

Θεόδωρος Φέσσας: Είναι μύθος ότι η Ελλάδα δεν παράγει

Θεόδωρος Φέσσας: Είναι μύθος ότι η Ελλάδα δεν παράγει

Ακολουθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Προέδρου του ΣΕΒ, Θόδωρου Φέσσα, στην Οικονομική Επιθεώρηση, για όλα τα σημαντικά θέματα της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας κλπ:

Πώς ήταν λοιπόν η εμπειρία του Θόδωρου Φέσσα, στα χρόνια αυτά της προεδρίας του ΣΕΒ; Κάτι που περίμενε; Κάτι παράξενο; Κάτι αγριευτικό;
Τίποτε δεν γίνεται στη ζωή όπως το περιμένεις ή το σχεδιάζεις.
Έχοντας διατελέσει ήδη επί 12 χρόνια μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Συνδέσμου (2000-2012), είχα ένα διάλλειμα για δυο χρόνια και στη συνέχεια «εκλήθην εκ της αποστρατείας» για να αναλάβω την προεδρία του ΣΕΒ. Σε μια εποχή όντως δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα. Ως Πρόεδρος του ΣΕΒ, έζησα τους τελευταίους μήνες της Κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και το ξεκίνημα του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε είχα την ευκαιρία να «τα δω όλα».
«Όλα» σημαίνει ότι, ας πούμε, το πρώτο ξεκίνημα/ το πρώτο 6μηνο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σοκαριστικό, ή τι; Σας καταλάβαιναν; Σας μιλούσαν;
Ο Σύνδεσμος έχει διαχρονικά την ιδιαιτερότητα ή το προνόμιο να βλέπει μπροστά. Και να καταλαβαίνει ποιες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται υπό την πίεση πολιτικών εξελίξεων είναι θετικές και ποιες αρνητικές για την οικονομία της χώρας. Αυτό μπορεί να μην ευχαριστεί ιδιαίτερα τις εκάστοτε κυβερνήσεις, αποδεικνύεται όμως ιδιαίτερα χρήσιμο στην εκ των υστέρων ανασκόπηση των προτάσεων του ΣΕΒ, καθώς αφήνει πάντα μικρές ή μεγαλύτερες πολιτικές παρακαταθήκες, που εν τέλει εφαρμόζονται -έστω και με καθυστέρηση.
Η αναμέτρηση με το φάσμα του Grexit
Συγκεκριμένα;
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του δημοψηφίσματος λάβαμε ξεκάθαρη στάση. Και σε όσα προηγήθηκαν, βέβαια. Είπαμε ότι η Ελλάδα είναι μέρος της Ευρώπης και πρέπει να παραμείνει στο ευρώ και να συσφίξει τις σχέσεις με τους Ευρωπαίους. Το είπαμε ευθαρσώς, δημοσίως, το είπαμε και κατ’ ιδίαν και – τελικά – είμαστε ευτυχείς που η θέση αυτή εισακούσθηκε, έστω και μετά από την περιπέτεια του δημοψηφίσματος.
Το βράδυ (του δημοψηφίσματος) ήσασταν τρομαγμένος; Ήσυχος;
Πάρα πολύ ανήσυχος. Και προβληματισμένος.
Ότι;
Ότι θα μπορούσε να συμβεί ατύχημα. Ότι οδηγούμαστε προς την έξοδο (από το ευρώ). Είχα προσδοκίες και ελπίδες – λιγότερες του 50% – ότι εκείνη η απόφαση μπορεί και να μην εφαρμοστεί στο τέλος. Αλλά το βράδυ εκείνο φαινόταν πιθανό ότι βγαίνουμε από το ευρώ.
Στο διάστημα μέχρι τότε, μιλούσατε σ’ ένα πλαίσιο ας πούμε εμπιστοσύνης με την Κυβέρνηση; Αισθανόσασταν ότι ακούγεστε; Δεν ρωτώ αν συμφωνούσατε: όμως το μήνυμα περνούσε;
Όχι στο βαθμό που θα θέλαμε να εισακουγόμαστε. Δεν ξέρω βέβαια όλα τα γεγονότα. Όταν όλοι οι πρωταγωνιστές θα έχουν πει τη δική τους άποψη, μπορεί να βγουν και λεπτομέρειες που δεν γνωρίζω. Όμως με όσους μιλούσαμε – και με την Κυβέρνηση και με την Ευρώπη – μας έμενε η εντύπωση ότι βρισκόμασταν στο τελευταίο σκαλοπάτι πριν την έξοδο από το ευρώ.
Η «Ευρώπη» σας μιλούσε, για να περνάτε μηνύματα;
Για να περνάει μηνύματα, όχι. Για να ακούει απόψεις και να συνθέτει γνώμες, ναι.
Και οι επιχειρήσεις που συνθέτουν τον ΣΕΒ πώς ήταν προς εσάς; Ανήσυχοι, πιεστικοί; Αναφέρομαι στην αρχική φάση ΣΥΡΙΖΑ – όχι στη συνέχεια, στην επαναφορά προς κάποια ομαλότητα.
Υπάρχουν διάφορες περίοδοι. Όλα όσα ανέφερα, αφορούν τον Ιούνιο – Ιούλιο 2015, όταν αποφασίστηκε να μην πληρωθεί η δόση προς το ΔΝΤ. Οι φάσεις που προηγήθηκαν δεν έδειχναν αντίστοιχο βαθμό επικινδυνότητας.
Και μετά;
Μετά, αισθανθήκαμε ότι, παρά τις αρνητικές συνέπειες που μπορούσε να φέρει η τελική εξέλιξη – το 3ο Μνημόνιο – τα πράγματα θα κυλήσουν δύσκολα αλλά ομαλά. Η κύρια συνέπεια των χειρισμών εκείνων ήταν ότι η χώρα στερήθηκε την τέταρτη Ευρωπαϊκή ελευθερία, την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, που χάθηκε με τα capital controls με αποτέλεσμα το πάγωμα της μεγέθυνσης της οικονομίας για δύο χρόνια…
Αυτό,  αλήθεια, μπλόκαρε πολύ βαριά τις επιχειρήσεις;
Επιβάρυνε τις επιχειρήσεις, αλλά όχι για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Έλληνας, επιτρέψτε μου να πω, έχει ζήσει και πολύ πιο σκληρές καταστάσεις όσον αφορά στην κίνηση κεφαλαίων. Παρόλο που η εισαγωγή capital controls σόκαρε,  βρήκε την Ελληνική επιχειρηματικότητα να μην έχει εξοικειωθεί απόλυτα με την ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων, οπότε δεν «κόστισε» τόσο όσο πιθανόν αν συνέβαινε σε μια άλλη χώρα… Όμως, η έλλειψη αυτής της Ευρωπαϊκής ελευθερίας δεν παύει να είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα.
Ας μείνουμε λίγο ακόμη στις αρνητικές συνέπειες της εποχής: είναι πίσω μας η συζήτηση για ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ; Μπορεί αυτή η επιλογή να έχει πάψει να αποτελεί επιλογή από πλευράς της Ελλάδας – όμως, αργά αλλά σταθερά θα έλεγα, αρχίζει να διαφαίνεται ότι αυτός ο αμετάκλητος χαρακτήρας της Ευρωζώνης μπορεί και να μην υπάρχει. Όχι πλέον από την δική μας την πλευρά, αλλά από εκείνη της ίδιας της Ευρωζώνης, με όλες τις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται. Το ατύχημα που δεν συνέβη σ’ εμάς, να προκύψει π.χ. στην Ιταλία…
Τι θα συμβεί με το ευρώ γενικώς δεν μπορώ να το προβλέψω. Η Ελλάδα νομίζω ότι έχει εξασφαλίσει την παραμονή της στην ευρωζώνη, γιατί οτιδήποτε άλλο θα είναι καταστροφή. Το λέμε συνεχώς: από τη στιγμή που διαθέτεις μια παραγωγική βάση, μια δυνατή οικονομία με διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες…
… που δεν έχουμε…
… το να έχεις δικό σου νόμισμα, είναι μια επιλογή. Το επέλεξαν οι Νορβηγοί: έχουν πετρέλαιο, έχουν οικονομία ανθούσα, δεν θέλησαν να υιοθετήσουν το ευρώ. Το επέλεξαν και οι Σουηδοί: έχουν τεχνολογία, έχουν οικονομία ανταγωνιστική (όπως την αναμόρφωσαν μετά την κρίση με το Ασφαλιστικό τους σύστημα κλπ.), δεν επέλεξαν το ευρώ. Πιθανόν κάποια στιγμή οι Ιταλοί, με προϊόντα και υπηρεσίες αρκετά ανταγωνιστικά, να επιλέξουν μέσω επαναφοράς στο δικό τους νόμισμα να αποκτήσουν μεγαλύτερη διεθνή ανταγωνιστικότητα.
Η Ελλάδα, στη γειτονιά που βρίσκεται, με τις χώρες που έχει γύρω της και με τις παθογένειες και στρεβλώσεις που παρουσιάζει όλο το οικοδόμημα οικονομίας, πολιτικής και κοινωνίας, απλά θα καταστρεφόταν. Αν δεν έμπαινε το 2001 η Ελλάδα στο ευρώ, οι κυβερνήσεις μας πιθανόν δεν θα εφάρμοζαν μια πολιτική «σκληρής δραχμής» και σφιχτής δημοσιονομικής διαχείρισης, αλλά τις διαρκείς υποτιμήσεις που γνωρίσαμε τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80. Σ΄ αυτή την περίπτωση θα πληρώναμε επιτόκια 15-20% (που τα θυμόσαστε φαντάζομαι), θα μειώνονταν οι πραγματικές αμοιβές όλων των εργαζομένων και κυρίως των πιο χαμηλόμισθων (διότι αυτό φέρνει ο υψηλός πληθωρισμός) και το εμπορικό έλλειμμα θα διευρυνόταν διαρκώς καθώς η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εισαγωγές, αλλά η οικονομία μας κάποια στιγμή θα ισορροπούσε σε πολύ χαμηλό σημείο βέβαια. Από τη στιγμή όμως που μπήκαμε στο ευρώ, σε περίπτωση εξόδου η καταστροφή θα ήταν τεράστια.
Η συζήτηση για την ψηφιακή εποχή, 
το Industry 4.0, την έρευνα
Πάμε όμως τώρα, σιγά-σιγά, στην εμπειρία του Θεόδωρου Φέσσα ως Προέδρου του ΣΕΒ. Πιάνω ένα πρώτο απ’ όσα επιχειρήσατε να πείτε, να ανοίξετε ως θέμα: το πέρασμα στην ψηφιακή εποχή. Αυτή η προσπάθεια κίνησε το ενδιαφέρον των παραγωγικών μονάδων; Δεν αναφέρομαι τόσο στο Δημόσιο, στον δημόσιο τομέα. Αλλά στον ιδιωτικό τομέα: προχωράει η ωρίμανση, η εφαρμογή;
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση μεταξύ των 28 της Ε.Ε. στον δείκτη ψηφιακής ωριμότητας που αξιολογεί δεξιότητες, υποδομές και τεχνολογίες. Και αυτό δυστυχώς δεν αφορά μόνο το κράτος αλλά και τις επιχειρήσεις. Βέβαια, κύρια προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις στα αμέσως προηγούμενα χρόνια ήταν να σταθούν στα πόδια τους, να επιβιώσουν με το παραδοσιακό μοντέλο που λειτουργούσαν. Οι πιο πρωτοπόρες εξ αυτών, ναι, έχουν καταλάβει τι σημαίνει και τι συνεπάγεται το Industry 4.0, τι σημαίνει ψηφιακή εποχή. Οι πιο καλές, δε, έχουν ξεκινήσει τα πρώτα βήματα μετάβασης. Αυτές οι επιχειρήσεις όμως στην Ελλάδα είναι λίγες. Αλλά και σαν χώρα – και ακόμη περισσότερο σαν επιχειρήσεις – είμαστε πίσω, παρά πολύ πίσω.
Από πλευράς δημοσίου τομέα, οι δυνατότητες αλλά και οι ανάγκες συνέργειας με τον ιδιωτικό τομέα – σ’ αυτό το μέτωπο – έχουν γίνει αντιληπτές; Ή έμεινε η προσέλευση στην συζήτηση αυτή πολιτική και μόνον;
Ούτε καν πολιτική, φοβούμαι. Οι προτεραιότητες είναι αλλού. Δεν έχει δοθεί προτεραιότητα στον ψηφιακό μετασχηματισμό κράτους και οικονομίας, στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση, στα ανοιχτά δεδομένα. Δεν βλέπω κάτι που να μας δίνει ελπίδες. Χωρίς να θέλω να αναφερθώ σε άλλα θέματα πολιτικής, να κάνω μια σύγκριση: η Κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου είχε δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στην ψηφιακή agenda – υπήρχε τότε ευδιάκριτη ως κεντρική πολιτική επιλογή, ασχέτως αποτελέσματος. Δεν έγινε κάτι που να αλλάξει τα δεδομένα αλλά την πολιτική προτεραιότητα την έβλεπες. Την προτεραιότητα αυτή δεν την είχαμε δει στο παρελθόν, ούτε την είδαμε και σε ό,τι ακολούθησε. Όμως οι υπόλοιπες χώρες καλπάζουν ενώ εμείς μένουμε στάσιμοι.
Στον παραδιπλανό τομέα, που είναι η σύνδεση έρευνας/τεχνολογίας – άρα και των ΑΕΙ – με την παραγωγή, που επίσης κάποια στιγμή πήγατε να την ωθήσετε και που π.χ. επί Παπαδήμου την ακούσαμε αρκετά – εκεί θεωρείτε ότι υπήρξε πρόοδος ή έμεινε πολιτική η συζήτηση;
Προσπάθειες γίνονται, αλλά κι αυτό είναι εν πολλοίς θέμα των προσώπων που αποφασίζουν. Ξέρετε η έρευνα έχει μείνει περισσότερο συνδεδεμένη με την ανώτατη εκπαίδευση παρά με την παραγωγή. Εκτός εξαιρέσεων. Και οι πανεπιστημιακοί κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά, θεωρώντας ότι η έρευνα είναι ένας προνομιακός χώρος για τους ίδιους.
Και οι επιχειρήσεις βέβαια δεν έχουν προχωρήσει: άκουγα προ ημερών τον Αντιπρόεδρο κ. Γιάννη Δραγασάκη να ερωτά σε δημόσια παρέμβασή του «ξοδεύουν οι επιχειρήσεις για έρευνα το ποσοστό – στόχο της ΕΕ;». Όχι, δεν το ξοδεύουν.
Πού το ανάγετε αυτό; Στο ελλιπές θεσμικό πλαίσιο; Στην κρίση; Στον τρόπο που οι ίδιες επιχειρήσεις βλέπουν τον εαυτό τους;
Και στο ότι είναι – πάλι εκτός εξαιρέσεων – χαμηλού ερευνητικού περιεχομένου τα ελληνικά προϊόντα. Και στο ότι δεν υπάρχει πολλές φορές η κινητροδότηση που ισχύει σε άλλες χώρες…
«Κινητροδότηση»;
Φορολογικά μέτρα, κίνητρα, συνεργασίες κοκ. Κάθε χώρα που θέλει να προσελκύσει επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας δημιουργεί μια εργαλειοθήκη φορολογικών και άλλων κινήτρων. Γνωρίζετε να συμβαίνει κάτι τέτοιο στη χώρα μας; Δυστυχώς όχι. Υπάρχει πρόβλημα και στην πλευρά της προσφοράς και στην πλευρά της ζήτησης. Προφανώς το ότι έχουμε πολύ λίγες μεγάλες, διεθνούς εμβέλειας και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που να μπορούν να στηρίζουν την έρευνα και να παράγουν προϊόντα βασισμένα στην έρευνα, επίσης παίζει σημαντικό ρόλο.
Η κρίση, αυτό, πώς το επηρέασε; Τα start-ups κλπ;
Μπορώ να πω ότι η κρίση τα start-ups τα ευνόησε. Τα  κονδύλια, σε σχέση με τα μεγέθη της χώρας, είναι σημαντικά. Όμως, αν ένα start-up επιβιώσει και προχωρήσει, στη συνέχεια εγκαθίσταται στις ΗΠΑ, ή στην Αγγλία, κλπ! Μένει το κέντρο ανάπτυξης στην Ελλάδα, δηλαδή έχει εδώ τους μηχανικούς, αλλά χρηματοδοτείται και εξαγοράζεται από ξένες εταιρείες. Οι περισσότεροι μηχανικοί συνεχίζουν και εργάζονται εδώ, όμως για ξένες εταιρείες πλέον. Τα  εισοδήματα των εργαζομένων παράγονται στην Ελλάδα, όμως η υπεραξία μεταφέρεται στο εξωτερικό. Το έχουμε δει με την Workable ή το Taxibeat… Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το πώς θα γίνει η Ελλάδα ελκυστικός προορισμός για να επιστρέψουν καταρχήν οι Έλληνες επιστήμονες και επιχειρηματίες που την έχουν εγκαταλείψει τα τελευταία χρόνια και σε δεύτερο χρόνο οι διεθνείς επιχειρήσεις.
Έχουμε δει μοντέλα άλλων μικρών χωρών και πώς διαχειρίζονται το θέμα των start-ups – χωρών με διαφορετικές καταβολές, υπό διαφορετικές συνθήκες, με διαφορετική νοοτροπία. Δείτε την περίπτωση του Ισραήλ π.χ. που έχει στηρίξει την ανάπτυξη της νέας οικονομίας πάνω στην αμυντική του βιομηχανία. Η Ελλάδα με τόσο μεγάλο μερίδιο αμυντικών δαπανών στο ΑΕΠ γιατί δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει αυτή τη σύνδεση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων και της οικονομίας; Δεν είμαστε πολύ μακριά όσον αφορά την «πρώτη ύλη» –  το ανθρώπινο κεφάλαιο – δεν είμαστε όμως κοντά, καθόλου κοντά, σε νοοτροπία, σε δομές κλπ.
Από το Σχέδιο Γιουνκέρ μέχρι το Τουρκικό παράδειγμα
Κάνατε λόγο για χρηματοδότηση. Η περίφημη πλατφόρμα του Σχεδίου Γιουνκέρ, πόσο βοήθησε ή μπορεί να βοηθήσει σε ανάλογες περιπτώσεις – ή και γενικότερα στην Ελλάδα;
Κάποια projects προχώρησαν. Βέβαια, στις μικρές επιχειρήσεις δόθηκαν τα κεφάλαια, μέσω των ελληνικών τραπεζών. Λογικό ήταν: δεν μπορεί με τη δομή του το Πακέτο Γιουνκέρ να ασχοληθεί με «μικροποσά».
Στα μεγάλα projects, χρησιμοποιήθηκε αρκετά. Θα μπορούσαν, βεβαίως, να είχαν αξιοποιηθεί πολλά περισσότερα με τη λογική ΣΔΙΤ σε σχέδια δημοσίου ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστικά θα σας πω το εξής: στο επίσημο δείπνο του Προέδρου της Δημοκρατίας προς τιμήν του Ερντογάν, ο πρώην Υπουργός Ανάπτυξης της Τουρκίας μου είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν κάνουμε κανένα μεγάλο δημόσιο έργο χρηματοδοτούμενο από τον προϋπολογισμό, τα κάνουμε όλα με ιδιωτική χρηματοδότηση». Τις γέφυρες στον Βόσπορο, το καινούργιο αεροδρόμιο, τα τούνελ, το νέο παράλληλο προς τον Βόσπορο, κανάλι που σχεδιάζουν, μεγάλα νοσοκομεία – όλα τα κάνουν με χρηματοδότηση από ιδιωτικές εταιρείες σε μορφή ΒΟΤ (Build Operate Transfer), δηλαδή οι εταιρείες τα χτίζουν, τα λειτουργούν και εν τέλει τα μεταβιβάζουν στο κράτος. Χαρακτηριστικό, αλλά και σχετικό με την νοοτροπία που διέπει τις επενδύσεις στην Τουρκία, είναι οι επιδόσεις της Τουρκικής οικονομίας – το τρίτο 3μηνο αναπτύχθηκε με 11% (πιθανόν και λόγω περσινής χαμηλής ανάπτυξης εξαιτίας του πραξικοπήματος).
Υπάρχει, βέβαια, αντίστοιχα μεγάλη έκθεση της τουρκικής οικονομίας σε χρέος και συναλλαγματικό κίνδυνο…
Ναι, βέβαια, τεράστια έκθεση! Ιδίως οι τράπεζες που είναι εκτεθειμένες σε τεράστιο ιδιωτικό χρέος. Πάντως η Τουρκία δεν παύει να έχει έναν μέσο όρο ηλικίας του πληθυσμού εξαιρετικά χαμηλό και ένα πολύ καλό επιχειρηματικό περιβάλλον – με τους περιορισμούς βέβαια που προσδιορίζει η τρέχουσα πολιτική κατάσταση.
Η συζήτηση για την «επαναφορά» της μεταποίησης
Ένα άλλο πράγμα που είδαμε να κινείται τελευταίως στον ΣΕΒ ήταν όλη αυτή η ιστορία της αλλαγής παραγωγικού προτύπου, με την προσπάθεια «επαναφοράς» της μεταποίησης. Να ξανασυζητηθεί δηλαδή η βιομηχανία όχι ως ανάμνηση αλλά ως προοπτική. Είδαμε κι αυτόν τον στόχο του 12% του ΑΕΠ για το 2020
12% για το 2020 και 15% μεσομακροπρόθεσμα.
Έχει αυτή η συζήτηση πειστικότητα; Ή είναι εσωτερική σας προσδοκία και ευχή;
Θα σας πω μόνο ότι είναι αναγκαιότητα. Η πειστικότητα των επιχειρημάτων μας θα εξαρτηθεί από τον βαθμό κινητοποίησης του πολιτικού συστήματος. Αυτό που διαπιστώσαμε στα χρόνια της κρίσης είναι ότι οι χώρες που διαθέτουν ισχυρή παραγωγική βάση αντιμετώπισαν πιο ήπια υφεσιακά φαινόμενα και λιγότερη ανεργία. Αυτό συμβαίνει διότι είχαν τη διέξοδο των διεθνών αγορών που νομοτελειακά προσφέρει η μεταποίηση και δεν εξαρτώνταν από την εγχώρια κατανάλωση, όπως δυστυχώς συνέβαινε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Βέβαια είναι μύθος ότι η Ελλάδα δεν παράγει. Μέταλλα, τρόφιμα, φάρμακα, ορυκτά αποτελούν μερικές μόνο από τις κατηγορίες βιομηχανικών προϊόντων με διεθνή παρουσία. Αυτό που πρέπει να αναπτυχθεί είναι οι συνέργειες των μεγάλων με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ώστε να υπάρξει και υποκατάσταση εισαγωγών.
Τι θα πει «αναγκαιότητα» εν προκειμένω;
Σημαίνει ότι έχεις δυνατότητες να αποκτήσεις διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε μια σειρά από τομείς. Σαφώς ο τουρισμός διαθέτει εκ της φύσεώς του ελκυστικότητα, αφού βασίζεται στο κλίμα, τη θέση, την ιστορία της Ελλάδας, την φιλοξενία κλπ. Έχει όμως και τη γνωστή του ιδιομορφία: ανάλογα με το πώς κινείται η παγκόσμια οικονομία αλλά και η πολιτική κατάσταση στην περιοχή, μπορεί να εμφανίσει απότομες διακυμάνσεις. Χρειάζεται βέβαια να γίνουν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις σε ξενοδοχεία, υποδομές κοκ για να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστικό και ποιοτικό το ελληνικό τουριστικό προϊόν.
Όμως, χάρη στον τουρισμό γίνεται χρήση διαφόρων ελληνικών προϊόντων: τόσο της πρωτογενούς παραγωγής όσο και της βιομηχανίας που θα φέρουν κατανάλωση εσωτερική, υποκαθιστώντας εισαγωγές. Άλλος σημαντικός τομέας της ελληνικής οικονομίας είναι η ναυτιλία: δεν μπορούμε να κάνουμε στη χώρα μας μια επισκευή ή μετασκευή πλοίων; Πέραν ορισμένων εφοπλιστών που άρχισαν να το βλέπουν πατριωτικά και είπαν «ελάτε να δούμε τι Ελληνικά προϊόντα μπορούμε να βάζουμε στις κατασκευές μας», δεδομένου ότι ναυπηγούν τόσα καράβια στην Άπω Ανατολή. Ή, ακόμη έχουμε μια πολύ ισχυρή θέση σαν χώρα σε υπηρεσίες διαμετακομιστική/ logistics, όπου πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά.
Και βέβαια, εκείνο που ήδη είπαμε: με τόσο καλό ανθρώπινο δυναμικό και τόσο πλούσια ιστορία, δεν  θα έπρεπε να έχουμε αναπτύξει μια πρότυπη και εξωστρεφή Παιδεία;
Οι μεταφορές έδρας δεν σας έχουν προβληματίσει; Ενώ η παραγωγή τους παραμένει, εννοώ…
Κοιτάξτε έγιναν πολλές μεταφορές έδρας μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες και ελάχιστες από μεγάλες επιχειρήσεις.
Μας έχουν προβληματίσει αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι και θέμα επιβίωσης. Δικαιολογήθηκαν από την ανάγκη να αποκτήσουν πρόσβαση στα διεθνή κεφάλαια με μικρότερο κόστος χρήματος. Μιλάμε για 2-3 περιπτώσεις μεγάλων εταιρειών.
Αναφέρατε μια σειρά από κλάδους, που δεν βρίσκονται και πολύ μακριά από εκείνους που αναφέρονταν στο υπουργείο Οικονομίας επι Σταθάκη, ίσως και επί Στουρνάρα επίσης. Γιατί δεν προχωράει κάτι;
Έλα ντε! Το Κράτος λίγα μπορεί – και πρέπει – να κάνει: να άρει εμπόδια και περιορισμούς. Δείτε την εμβληματική επένδυση του Ελληνικού: γιατί δεν γίνεται; Η Κυβέρνηση το θέλει, οι πολίτες το θέλουν, όλοι το θέλουν. Θα ήταν μια σοβαρή εξέλιξη. Συζητούσαμε επίσης στον ΣΕΒ ένα πρόγραμμα επενδύσεων «με το κλειδί στο χέρι», με χωροθέτηση, αδειοδότηση κλπ., όπως για παράδειγμα κάποια 5άστερα ξενοδοχεία στο Παραλιακό Μέτωπο της Αττικής, αφού θέλουμε να την κάνουμε τόπο προσέλκυσης υψηλού τουρισμού. Έχει το δυναμικό η Αττική να προσελκύσει υψηλού επιπέδου τουρισμό; Έχει! Γιατί δεν γίνεται κάτι; Ή δείτε στην Κέρκυρα, όπου πασχίζουν να ξεκινήσουν στην Κασσιόπη. Άρση των περιορισμών, αυτή είναι η κεντρική ανάγκη.
Και οι ιδιώτες;
Οι ιδιώτες χρειάζονται να αισθανθούν ασφάλεια ότι, αν επενδύσουν ένα ευρώ εδώ, θα έχουν αντίστοιχη ή καλύτερη απόδοση απ’ ό,τι αν το τοποθετήσουν σε άλλο μέρος του κόσμου. Αυτό είναι το κύριο κριτήριο κάθε επιχειρηματικής απόφασης. Μπορεί η τιμή των παγίων (assets) να είναι σήμερα σε εμάς χαμηλή, κι ενώ στην Ελβετία, που θεωρείται το άκρον άωτον της σταθερότητας, ζητούν π.χ. μία ετήσια απόδοση 2% επί του κεφαλαίου (και στην Ουγκάντα 50%), στην Ελλάδα τα business plans κινούνται γύρω στο 12-15%.
Οπότε εκείνο που πριν πολλά-πολλά χρόνια ο Γεράσιμος Αρσένης είχε πει σε προκάτοχό σας «γιατί κακαρίζετε, αφού αυγά δεν κάνετε», εννοώντας ότι δεν γίνονταν επενδύσεις, δεν θα ακουγόταν κατ’ εσάς τώρα; Ότι δηλαδή ο ιδιωτικός τομέας δεν σηκώνει την πρωτοβουλία…
Ο ιδιωτικός τομέας θα κάνει επενδύσεις όταν αρθεί η αβεβαιότητα γύρω από την ελληνική οικονομία. Μέχρι τώρα το κλείσιμο κάθε αξιολόγησης ήταν μια περιπέτεια. Είναι η πρώτη φορά στα 3 μνημόνια που μια αξιολόγηση αρχίζει και τελειώνει στην ώρα της. Θεωρείτε ότι όλα αυτά δεν αξιολογούνται από τους επιχειρηματίες; Το Grexit το προσπεράσαμε και τώρα έχουμε και κάποιες επενδύσεις, όμως με προσδοκία μεγάλων αποδόσεων. Με δεδομένο ότι αυτήν τη στιγμή το χρήμα διεθνώς είναι πολύ φθηνό, μια κανονική χώρα θα έπρεπε να προσελκύει επενδύσεις με χαμηλότερες αποδόσεις.
Τώρα, σ’ αυτήν τη συζήτηση περί μεταποίησης, είδαμε πρόσφατα δίπλα στο λογότυπο του ΣΕΒ και εκείνο της «Ελληνικής Παραγωγής»: αυτό τι είναι, συντονισμός πρωτοβουλιών, αλλαγή πλεύσης, ή τι;
Πρόκειται για μια εξαιρετική πρωτοβουλία, διαφόρων επιχειρήσεων και των Περιφερειακών Συνδέσμων-μελών μας, που λένε ότι όχι μόνον η φωνή της μεταποίησης, αλλά και η λογική της μεταποίησης χρειάζεται να ακουσθεί δυνατά. Γιατί, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται από αρκετούς, η Ελλάδα είναι μια χώρα που παράγει: έχουμε πολλές καλές εταιρείες στην μεταποίηση, σε διάφορους τομείς.
Η «Ελληνική Παραγωγή» λειτουργεί λοιπόν σαν μια φωνή αφύπνισης, να ενισχυθεί η βιομηχανική παραγωγή: μην ξεχνάτε ότι και η Ευρώπη είχε δει την βιομηχανία να υποχωρεί επι χρόνια – αν και εκεί βρίσκεται κοντά στο 15% του ΑΕΠ, ενώ εμείς στο 8,5%. Και παρότι γράφτηκαν και ακούσθηκαν διάφορα αντιφατικά, ΣΕΒ και «Ελληνική Παραγωγή» έχουν κοινούς στόχους, κοινή φωνή – και αυτό απεδείχθη με την πρόσφατη κοινή μας παρέμβαση υπέρ ενός εθνικού στόχου για αύξηση του μεριδίου της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ έως το 2020.
Η συζήτηση για τα εργασιακά
Βέβαια, ένας από τους τομείς όπου η «Ελληνική Παραγωγή» έδειξε εντονότερη κίνηση ήταν εκείνος των εργασιακών, όχι; Όπου σήμερα εσείς είχατε την τιμητική σας! [Σημ: η συνέντευξη δόθηκε την ημέρα όπου το ΠΑΜΕ έγραψε συνθήματα για το εργασιακό στην πρόσοψη του κτιρίου του ΣΕΒ, στην οδό Ξενοφώντος].
Όχι, η «Ελληνική Παραγωγή» δεν έχει ασχοληθεί με τα εργασιακά. Αυτή είναι αποκλειστικά δική μας ενασχόληση. Όχι εύκολη ή ευχάριστη, αλλά δική μας.
Αλήθεια, δυνατότητα νηφάλιας συζήτησης για τα εργασιακά εκτιμάτε ότι υπάρχει σήμερα; Το 2018 – γιατί εκεί βρισκόμαστε.
Και δυνατότητα να υπάρξει συζήτηση υπάρχει, όπως και οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν [Σημ.: η αναφορά στο σύνθημα για κατώτατο 751 ευρώ, που είχε γραφεί]. Όμως το θέμα είναι πώς θα συνδεθούν οι αμοιβές της εργασίας με την παραγωγικότητα. Εμείς κακώς εμπλεκόμαστε σ’ αυτήν τη συζήτηση. Οι  επιχειρήσεις, μέλη του ΣΕΒ, που κατά πλειοψηφία δίνουν καλύτερες αμοιβές, πληρώνουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Πολλές προτάσεις έχουμε καταθέσει και συζητήσεις έχουν γίνει για την εργασία και το μέλλον της στη χώρα μας. Τώρα το κύριο αντικείμενο συζήτησης για τα εργασιακά δεν είναι οι αμοιβές, αλλά το ποια είναι η δημοκρατική πλειοψηφία για να αποφασισθεί σε επίπεδο κλάδου ή επιχείρηση απεργία. Το 50% +1 ή το 20% που ισχύει σήμερα;
Βέβαια και αυτό που προωθεί η Κυβέρνηση στο 25% καταλήγει! Είναι 50%+1 απαρτία, ύστερα πλειοψηφία επ’ αυτού..
Πάντως 50%+1 επί ενός συλλογικού σώματος που αποφασίζει δημοκρατικά.
Αλλά εδώ είχαμε επι τρεις και πλέον δεκαετίες την παλιά ρύθμιση. Και είχαμε μια ντουζίνα Κυβερνήσεις που έζησαν μ’ εκείνην. Τώρα, γιατί να αλλάξει;
Επειδή χρεωκοπήσαμε! Αυτή είναι η απάντηση. Ο εξ ορθολογισμός της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας περνάει και μέσα από καταναγκασμούς. Ενώ κάτι ακούγεται σωστό, περιμένεις να στο επιβάλει ένας τρίτος… η Τρόικα εν προκειμένω.
Κι αυτό το θεωρείτε καλό; Κακό;
Κακό είναι. Δεν είναι πάντως θαρραλέο από τη μεριά των Ελλήνων.
Το ρωτώ γιατί ο ΣΕΒ, πάντως ο επιχειρηματικός κόσμος καταγγέλθηκε ως πολύ κοντινός της Τρόικας. Τι λέτε επ’ αυτού;
Ότι ουδέποτε – ουδέποτε – κάναμε μυστικές συζητήσεις. Όλα τα κάναμε ανοιχτά. Όμως, όταν κάποιος διεθνής οργανισμός ήθελε να κάνει συζητήσεις στην Ελλάδα με αξιόπιστους συνομιλητές, έβλεπε και τον ΣΕΒ. Όσοι έχουν έρθει – ΟΟΣΑ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Τράπεζα Επενδύσεων – πάντοτε συνομιλούν με τον ΣΕΒ. Και πολλές από τις μελέτες ή τις συστάσεις μας, τις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη. Πάντοτε.
 
Ο κόσμος των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων
Μια τελευταία προσέγγιση, που είδαμε να κάνει ο ΣΕΒ τώρα πρόσφατα επι Διοικήσεως Φέσσα, είναι εκείνη στον κόσμο των μικρομεσαίων. Γιατί; Αποτελούν πλέον μεγάλο βάρος μέσα στον ΣΕΒ ως μέλη; Έχουν κάποια ιδιαίτερα προβλήματα; Βλέπετε κάποιαν ευκαιρία γι’ αυτές;
Κοιτάξτε: όντως το 70% των μελών μας ανήκουν σ’ εκείνο που στην Ευρώπη λογίζονται ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις…
Πού για μας, βέβαια, είναι αρκετά μεγάλες: γιατί πρέπει να έχουν τζίρο κάτω των 50 εκατομμυρίων ευρώ, και λιγότερους από 250 εργαζομένους κλπ.
Σωστό. Αυτό ισχύει για τις μεσαίες. Μικρές επιχειρήσεις στην Ευρώπη θεωρούνται όσες έχουν τζίρο κάτω των € 10 εκ. και λιγότερους από 50 εργαζόμενους. Στο διάστημα λοιπόν που ονομάσατε «Διοίκηση Φέσσα», είδαμε μια σειρά από θέματα: ψηφιακή οικονομία, διεθνείς εταιρείες, θέματα ενέργειας – εκτός από τα οριζόντια θέματα που ασχολείται παραδοσιακά ο ΣΕΒ, όπως εργασιακά ή φορολογικά. Οι μικρομεσαίες ήταν ένα θέμα που αναθέσαμε σε δύο μέλη του ΔΣ να ασχοληθούν– τον Αλέξανδρο Μακρίδη και τον Κώστα Μαραγκό που εκπροσωπούν μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στο ΔΣ του Συνδέσμου. Οι ΜμΕ είναι και παραμένουν στην Ελλάδα η ραχοκοκαλιά της οικονομίας: σαφώς και πρέπει να προσδιορίσουμε τις ανάγκες τους και να ασχοληθούμε με τα προβλήματά τους.
Από κει και πέρα, εκείνο που ξεχωρίζει αυτές τις επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒ, τις ΜμΕ, είναι ότι έχουν μία θετική προσέγγιση. Θέλουν να οργανωθούν καλύτερα, να προσπεράσουν αδυναμίες, να μεγαλώσουν! Έχουν στον ΣΕΒ μια πλατφόρμα που τους δίνει τεχνογνωσία, βέλτιστες πρακτικές κοκ. Και ειλικρινά θα θέλαμε και οι υπόλοιπες ΜμΕ να ακολουθούν αυτό το παράδειγμα. Δίνουμε – ας το πούμε έτσι – ένα πρότυπο για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένες οι σύγχρονες επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους.
Όλες οι ΜμΕ μέλη μας μετέχουν σε ένα  ευρύτερο οικοσύστημα, είτε ως πελάτες είτε ως προμηθευτές των μεγαλύτερων, μαθαίνουν απ’ αυτές – τις μιμούνται και προσδοκούν να τις φθάσουν. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν οργάνωση, τεχνογνωσία, πρόσβαση και αγορές κοκ και μόνο θετικά μπορούν να συμβάλλουν στον στόχο των ΜμΕ για εξέλιξη και ανάπτυξη.

Related posts