Κυκλοφόρησε το 47ο τεύχος (Ιούλιος 2018) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε αυτό, δημοσιεύονται Μελέτες οι οποίες απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο 47ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τέσσερις μελέτες:
• Χιόνα Μπαλφούσια και Δημήτρης Παπαγεωργίου: “Οικονομικοί και χρηματοοικονομικοί κύκλοι της ελληνικής οικονομίας”
Η μελέτη παρουσιάζει εκτιμήσεις βραχυχρόνιων και μεσοχρόνιων κύκλων για οκτώ βασικές οικονομικές και χρηματοοικονομικές μεταβλητές της ελληνικής οικονομίας και διερευνά τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι μεταβλητές που σχετίζονται με την πραγματική οικονομία, όπως το ΑΕΠ, παρουσιάζουν κυκλική συμπεριφορά μικρής περιοδικότητας, γνωστή ως οικονομικός κύκλος. Αντίθετα, οι χρηματοοικονομικές μεταβλητές, όπως η χρηματοδότηση, τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερους σε διάρκεια κύκλους, τους λεγόμενους χρηματοοικονομικούς κύκλους. Στη μελέτη εξάγονται βραχυχρόνιοι και μεσοχρόνιοι κύκλοι με τη χρήση πέντε εναλλακτικών εμπειρικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων και συγκρίνονται κατά μεταβλητή, μεθοδολογία και συχνότητα. Διερευνώνται τα βασικά χαρακτηριστικά τους και εξετάζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ του οικονομικού και του χρηματοοικονομικού κύκλου.
Διαπιστώνεται ότι οι μεσοχρόνιες διακυμάνσεις των κύκλων κυριαρχούν έναντι των βραχυχρόνιων διακυμάνσεων για όλες τις μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένου του ΑΕΠ. Ανάλογα με τη μεθοδολογία, η μέση διάρκεια του κύκλου του ΑΕΠ σε μεσοχρόνιες συχνότητες υπολογίζεται μεταξύ 32 και 55 τριμήνων, πολύ μεγαλύτερη από τη συνήθως νοούμενη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Οι αντίστοιχες διάρκειες που υπολογίζονται για τις τρεις μεταβλητές χρηματοδότησης είναι σχεδόν διπλάσιες, επιβεβαιώνοντας ότι οι χρηματοοικονομικοί κύκλοι είναι γενικά πολύ μεγαλύτεροι από τους οικονομικούς. Οι κυκλικές συνιστώσες των χρηματοοικονομικών μεταβλητών παρουσιάζουν επίσης μεγαλύτερη διακύμανση από αυτές του ΑΕΠ.
Σε ό,τι αφορά τη μεταξύ τους σχέση, οι κυκλικές συνιστώσες των μεταβλητών παρουσιάζουν υψηλό βαθμό συσχέτισης σε μεσοχρόνιες συχνότητες. Όλες οι μεταβλητές, εκτός από εκείνες του μακροπρόθεσμου επιτοκίου και του περιθωρίου επιτοκίου, είναι προκυκλικές. Οι κύκλοι των τιμών των κατοικιών και των τριών μεταβλητών χρηματοδότησης υστερούν του κύκλου του ΑΕΠ, σε αντίθεση με αντίστοιχες μελέτες για άλλες οικονομίες που υποδηλώνουν ότι ο χρηματοοικονομικός κύκλος προπορεύεται του οικονομικού κύκλου. Το εύρημα αυτό όμως είναι εύλογο για την περίπτωση της Ελλάδος, καθώς η πρόσφατη ύφεση δεν οφειλόταν σε χρηματοπιστωτική κρίση αλλά σε κρίση δημόσιου χρέους, επομένως το ΑΕΠ ήταν αυτό που μειώθηκε πρώτα, πριν από τις μεταβλητές χρηματοδότησης και τις τιμές των ακινήτων. Από την άλλη πλευρά, οι κύκλοι των τιμών των μετοχών φαίνεται να είναι συγχρονισμένοι με τον κύκλο του ΑΕΠ. Τέλος, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο και το περιθώριο επιτοκίου προπορεύονται, με αντίθετη κατεύθυνση, του οικονομικού κύκλου κατά ένα έτος, δηλαδή τα χαμηλά επιτόκια σήμερα σηματοδοτούν ότι αναμένεται βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας μελλοντικά, εύρημα που συνάδει με την καθιερωμένη ιδιότητα αντίστροφα προπορευόμενου δείκτη των πραγματικών επιτοκίων.
• Μελίνα Βασαρδάνη και Δήμητρα Δημητροπούλου: “Η αξιοποίηση των διαρθρωτικών πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα”
Η Ελλάδα υπήρξε καθαρός αποδέκτης σημαντικών κοινοτικών πόρων τα τελευταία 30 χρόνια, αρχικά από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και κατόπιν από τις πέντε προγραμματικές περιόδους των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) και των ΕΣΠΑ.
Σήμερα η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) είναι πιο κρίσιμη από ποτέ για την Ελλάδα, καθώς η παρατεταμένη και βαθιά ύφεση των τελευταίων χρόνων, η εντατική δημοσιονομική προσαρμογή και το αρνητικό επιχειρηματικό και επενδυτικό κλίμα ως απόρροια της κρίσης δυσχέραναν τις δυνατότητες εθνικής χρηματοδότησης και ανέστειλαν τη διαδικασία οικονομικής σύγκλισης, τόσο σε επίπεδο περιφέρειας όσο και μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Η μελέτη έχει διττό στόχο. Πρώτον, να περιγράψει με τρόπο απλό και συνεκτικό το πλαίσιο και τις στρατηγικές της ΕΕ για επενδύσεις, όπως διαμορφώθηκαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Δεύτερον, να παρουσιάσει την πορεία υλοποίησης του ΕΣΠΑ 2014-2020 στην Ελλάδα σε σύγκριση τόσο με προηγούμενες προγραμματικές περιόδους όσο και με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρέχοντας ταυτόχρονα πληροφόρηση σε επίπεδο επιχειρησιακού προγράμματος και ενταγμένων έργων. Επίσης, στη μελέτη παρουσιάζονται συγκεντρωτικά οι βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αναλήφθηκαν για την προώθηση των επενδύσεων και την επιτάχυνση της απορρόφησης των πόρων της ΕΕ, όπως αυτές διατυπώθηκαν στα τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής από το 2010 έως σήμερα. Τέλος, επιχειρείται μια αποτίμηση των ευκαιριών και των προκλήσεων για την αποτελεσματικότερη απορρόφηση και αξιοποίηση των πόρων της ΕΕ.
• Πηνελόπη Ζιούτου και Δημήτριος Σιδέρης: “Ο τομέας της ενέργειας: εξελίξεις και προοπτικές”
Η πρόσφατη κρίση κατέστησε επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου για την ελληνική οικονομία, ικανού να αυξήσει την εξωστρέφειά της και να διασφαλίσει έναν υψηλό και βιώσιμο ρυθμό ανάπτυξης. Ο τομέας της ενέργειας αποτελεί σημαντικό πυλώνα για τη μετάβαση αυτή. Στη μελέτη εξετάζονται οι προοπτικές του τομέα της ενέργειας ως μοχλού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αναλύονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες του και παρουσιάζονται τα πρόσφατα μέτρα αλλά και προτάσεις πολιτικής.
Ο ενεργειακός τομέας περιλαμβάνει την παραγωγή, μεταφορά, διανομή και προμήθεια ηλεκτρισμού, την εισαγωγή, διύλιση και εμπορία προϊόντων πετρελαίου, καθώς και την εισαγωγή, αποθήκευση και διανομή φυσικού αερίου. Οι προοπτικές του τομέα είναι ιδιαίτερα θετικές, καθώς η Ελλάδα διαθέτει τρία σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα: (1) αξιόλογους φυσικούς πόρους και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, (2) πλεονεκτική γεωγραφική θέση και (3) ένα σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο. Ωστόσο, η συνεισφορά του σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης παραμένει χαμηλή.
Επιπλέον, ο τομέας της ενέργειας εμφανίζει σημαντικές αδυναμίες, όπως υψηλή κατανάλωση ενέργειας ανά παραγόμενη μονάδα προϊόντος, υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας, χαμηλή χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και υψηλές τιμές ενέργειας. Κάθε μέτρο πολιτικής προς την κατεύθυνση βελτίωσης αυτών των αδυναμιών αναμένεται να έχει θετικές πολλαπλασιαστικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Η επιδιωκόμενη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών δικτύων διασύνδεσης και μεταφοράς ενέργειας μέσω της Ελλάδος θα συμβάλει επίσης στην ενεργειακή ασφάλεια, την ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την καλύτερη εσωτερική διασύνδεση της ίδιας της ελληνικής αγοράς ενέργειας, μέσω της διασύνδεσης των νησιών. Η τελευταία αναμένεται να αποφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη, καθώς θα επιτρέψει την εκμετάλλευση του ηλιακού και αιολικού δυναμικού των νησιών και τη μείωση του κόστους ενέργειας.
Τα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν στην προσπάθεια εναρμόνισης του ρυθμιστικού πλαισίου της Ελλάδος με τους στόχους της ΕΕ είχαν ήδη θετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Η περαιτέρω αξιοποίηση των εγχώριων πόρων στην παραγωγή ενέργειας και η ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας θα έχουν αποτέλεσμα τη μείωση των εισαγωγών ενέργειας και, μακροπρόθεσμα, την ενίσχυση των εξαγωγών ενέργειας, βελτιώνοντας έτσι το εμπορικό ισοζύγιο. Η συνακόλουθη μείωση των τιμών της ενέργειας θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής και σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας όλων των εμπορεύσιμων ελληνικών προϊόντων και συνεπώς σε περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών, ενώ θα έχει επίσης θετική επίδραση στο κόστος διαβίωσης των νοικοκυριών. Τέλος, η ανάπτυξη του τομέα με βάση τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο αναμένεται να οδηγήσει στην προσέλκυση επενδύσεων, με μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στο παραγωγικό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας.
• Ζαχαρίας Γ. Μπραγουδάκης: “Υπάρχει ασυμμετρία προσαρμογής των λιανικών τιμών στις βασικές κατηγορίες ειδών διατροφής; Η περίπτωση της ελληνικής αγοράς τροφίμων”
Η μελέτη διερευνά εμπειρικά την ύπαρξη ασυμμετρίας στην ταχύτητα προσαρμογής των λιανικών τιμών μιας ομάδας βασικών τροφίμων προς το μακροχρόνιο επίπεδο ισορροπίας τους. Ενδεχόμενη ασυμμετρία θα είχε σημαντικές επιπτώσεις, καθώς θα επιβάρυνε δυσανάλογα τους καταναλωτές με χαμηλότερα εισοδήματα, οι οποίοι τείνουν να δαπανούν υψηλότερο μέρος του εισοδήματός τους σε βασικά τρόφιμα. Εάν οι τιμές καταναλωτή μειώνονται αργά ύστερα από πτώση των τιμών παραγωγού, ενώ αυξάνονται γρήγορα μετά από άνοδο των τιμών αυτών, τα περιθώρια κέρδους διευρύνονται για τους παραγωγούς εις βάρος των καταναλωτών. Όσο πιο μονοπωλιακή είναι η δομή ενός κλάδου, τόσο πιθανότερο είναι το ενδεχόμενο η μετάδοση των τιμών από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή να είναι ασύμμετρη.
Στη μελέτη αναλύονται οι βασικές αιτίες ασύμμετρης προσαρμογής των τιμών των τροφίμων, τεκμηριώνεται η σπουδαιότητα των βασικών τροφίμων για το μέσο νοικοκυριό και εκτιμάται ο δείκτης συγκέντρωσης Herfindahl-Hirschman για τους υπό εξέταση κλάδους. Οι κατηγορίες τροφίμων που εξετάζονται είναι τα δημητριακά προϊόντα, το κρέας και τα προϊόντα κρέατος, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα φρούτα και τα λαχανικά. Οι κατηγορίες αυτές έχουν μεγάλη βαρύτητα στο καλάθι του μέσου καταναλωτή και συνεπώς οι μεταβολές των τιμών τους επηρεάζουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημά του και το βιοτικό επίπεδό του.
Για την εμπειρική διερεύνηση της ύπαρξης ασύμμετρης προσαρμογής των λιανικών τιμών των τροφίμων στις μεταβολές των τιμών παραγωγού, εκτιμάται ένα οικονομετρικό υπόδειγμα διόρθωσης σφάλματος με συνολοκλήρωση αυτοπαλίνδρομου συνεπούς κατωφλίου (Error Correction Model with TAR cointegration). Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται καλύπτουν την περίοδο από τον Ιανουάριο του 2002 έως τον Ιούνιο του 2016.
Για την κατηγορία των δημητριακών και των κρεάτων διαπιστώνεται ασυμμετρία, που ερμηνεύεται ως ένδειξη της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης των δύο κλάδων. Το εύρημα αυτό συνάδει με τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης που ανιχνεύεται στους συγκεκριμένους κλάδους με βάση το δείκτη Herfindahl-Hirschman. Αντίθετα, στις κατηγορίες των γαλακτοκομικών, των φρούτων και των λαχανικών δεν διαπιστώνεται ασυμμετρία προσαρμογής των λιανικών τιμών, εύρημα που ενδεχομένως υποδηλώνει ότι η υλοποίηση των συστάσεων της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη λειτουργία των εν λόγω αγορών.