Ομιλία του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών κ.Θόδωρου Σκυλακάκη στην «24η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με την Ελληνική Κυβέρνηση» που οργανώνει το περιοδικό «The Economist»
Η Ελλάδα στα επόμενα χρόνια αντιμετωπίζει μια μοναδική πρόκληση. Πρέπει να ανακάμψει από την ύφεση που προκαλεί η πανδημία και τα τραύματα τα οποία αυτή επιφέρει και ταυτόχρονα να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιούργησε η δεκαετής ελληνική κρίση και οι λανθασμένες οικονομικές πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης. Η οικονομική μας πολιτική έχει συνεπώς να αντιμετωπίσει μια διπλή πρόκληση. Πρέπει ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει και τις συνέπειες του COVID 19, σε μεγάλο αριθμό κλάδων και στα δημόσια οικονομικά και τα προβλήματα που κληρονόμησε, προπαντός σε ό,τι αφορά την υπερφορολόγηση της παραγωγικής δραστηριότητας, το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, την εκτεταμένη γραφειοκρατία που πνίγει την επιχειρηματικότητα και την επιμονή σοβαρού μέρους του παραγωγικού ιστού στην «μαύρη» οικονομική δραστηριότητα Μια δραστηριότητα που από την φύση της είναι και έντονα εσωστρεφής, ενώ οι επιχειρηματικές μονάδες που χρησιμοποιούν τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή τις αξιοποιούν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αντί για τις οικονομίες κλίμακος, την ποιότητα και την καινοτομία.
Η αλλαγή μοντέλου που επιδιώκουμε έχει ως κύριο στόχο την στροφή σε μια πολύ πιο εξωστρεφή οικονομία διεθνώς ανταγωνιστική, με πολύ μεγαλύτερο «άσπρο» μέρος, που πληρώνει ταυτόχρονα και πολύ χαμηλότερους φόρους και εισφορές. Η μετάβαση αυτή είναι μια αλλαγή όχι μόνο οικονομική. Αλλάζει θεμελιωδώς και τεχνολογίες και νοοτροπίες και θεσμούς. Και -το πιο σημαντικό- συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί όσο το «μαύρο» στην οικονομία είναι τόσο εκτεταμένο, η κοινωνική δικαιοσύνη θα έχει πάντα αποχρώσεις του γκρίζου, αφού σημαντικό κομμάτι των κοινωνικών πόρων αντί να πηγαίνει στους πραγματικά έχοντες ανάγκη καταναλώνεται από πολίτες που αποκρύπτουν τα πραγματικά τους εισοδήματα.
Η αλλαγή αυτή οικονομικού μοντέλου διατρέχει όλο το πρόγραμμα της κυβέρνησης, το οποίο έχει άλλωστε εγκρίνει ο ελληνικός λαός και καθίσταται ακόμα πιο επείγουσα την επομένη της πανδημίας αφού οι ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι αναγκαστικά μεγαλύτερες αφού θα χρειαστούμε πάνω από ένα χρόνο για να επανέλθουμε στο ΑΕΠ του 2019. Είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε ταχύτερα απ’ ό,τι είχαμε αρχικά σχεδιάσει και να έχουμε πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε σχέση με οποιαδήποτε προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση.
Η πρόκληση αυτή προκύπτει και από τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε αλλά και από την τεράστια ευκαιρία που προέκυψε από την πανδημία και αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης.
Πως λειτουργεί το Ταμείο αυτό και γιατί η αξιοποίησή του αποτελεί ταυτόχρονα πρωτοφανή πρόκληση και τεράστια ευκαιρία; Η βασική κατεύθυνση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που επιταχύνουν την ανάκαμψη και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου -και εκσυγχρονίζουν τις λειτουργίες του κράτους- προς πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση.
Το μοντέλο του Ταμείου είναι τελείως διαφορετικό από το ΕΣΠΑ και τα άλλα ευρωπαϊκά Ταμεία. Το ΕΣΠΑ για παράδειγμα αποτελείται από έργα και προγράμματα που υλοποιούνται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών και εθνικών στόχων και αποπληρώνονται όταν υλοποιηθούν στη βάση της πιστοποίησης των σχετικών πληρωμών, εντός μιας δεκαετίας από την έναρξή του. Το Next Generation EU συνδυάζει μεταρρυθμίσεις με επενδύσεις και η αποπληρωμή του γίνεται στη βάση ποσοτικών στόχων (targets) και οροσήμων (milestones), η αποτελεσματική και έγκαιρη υλοποίηση των οποίων οδηγεί σε αντίστοιχες εκταμιεύσεις στη βάση ενός εγκεκριμένου προϋπολογισμού. Το ΕΣΠΑ έχει μεγάλη ευελιξία και άφθονο διαθέσιμο χρόνο. Από τον αρχικό σχεδιασμό μέχρι την τελευταία πληρωμή περνά σχεδόν μια δεκαετία. Στο Next Gen δεν υπάρχει κυριολεκτικά ούτε μια εβδομάδα, ούτε μια ημέρα, ούτε μια ώρα για χάσιμο. Το πρόγραμμα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί επί της ουσίας στο σύνολό του στον μισό χρόνο σε σχέση με το ΕΣΠΑ και οι δυνατότητες αναθεώρησής του είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Οι ταχύτητες που πρέπει να πετύχουμε είναι συνεπώς διπλάσιες ή τριπλάσιες σε σχέση με ό,τι έχει η ελληνική διοίκηση συνηθίσει και πρέπει να τις πετύχουμε απορροφώντας ταυτόχρονα το νέο ΕΣΠΑ.
Μιλάμε για τεράστιων απαιτήσεων προσπάθεια που πρέπει να φέρουμε -και θα φέρουμε- εις πέρας.
Το κλειδί για να πετύχουμε είναι ο πολύ σφιχτός και ποιοτικός αρχικός σχεδιασμός και η διαφάνεια στην υλοποίηση. Επίσης σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα με τη μορφή σοβαρών αντίστοιχων δικών του επενδύσεων έτσι ώστε να δημιουργούμε τα σωστά κίνητρα στη διάρκεια της απορρόφησης. Αν ξοδεύεις πολλά δικά σου χρήματα και λαμβάνεις και μια μικρή επιδότηση από το κράτος τότε έχεις κάθε λόγο να τα ξοδέψεις όλα τα χρήματα της επένδυσης με τρόπο οικονομικά αποτελεσματικό.
Συνεπώς οφείλουμε να παρέμβουμε σε όλη την αλυσίδα των σχετικών διαδικασιών με πολλαπλά μέσα (κίνητρα, διαδικασίες, ανθρώπινοι πόροι, ηλεκτρονικά συστήματα), για να επιτύχουμε μια συνολική επιτάχυνση της απορρόφησης για όλα τα επενδυτικά κονδύλια που δαπανά το κράτος.
Η μεγαλύτερη όμως διαφορά του Ταμείου Ανάκαμψης σε σχέση με ό,τι έχουμε ως τώρα συνηθίσει δεν αφορά στις διαδικασίες του αλλά στην ίδια τη δομή του. Στο γεγονός δηλαδή ότι μαζί με τα έργα προγράμματα περιλαμβάνει επίσης και μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιλέγουν οι ίδιες οι κυβερνήσεις αλλά πόρους για να χρηματοδοτηθεί το κόστος των μεταρρυθμίσεων αυτών. Δεν προσφέρει συνεπώς μόνο πόρους. Προσφέρει -και αυτό είναι το πιο σημαντικό- και πολύ ισχυρά κίνητρα για να αλλάξει ουσιαστικά η δομή των οικονομιών μας. Ιδίως των οικονομιών που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Η Ευρώπη, λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη και την εμπειρία της προηγούμενης κρίσης διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα που είναι ταυτόχρονα και πολιτικά ελκυστικό και οικονομικά αποτελεσματικό.
Για την Ελλάδα ειδικότερα, με τα πολύ μεγάλα προβλήματα χρέους και αποεπένδυσης, δεν πρόκειται για ένα απλό πρόγραμμα. Πρόκειται για μια ιστορική και ανεπανάληπτη ευκαιρία για τη χώρα και το λαό της, η οποία δεν θα επαναληφθεί στο προβλεπτό μέλλον. Αυτό χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε όλοι και να συμπεριφερθούμε αναλόγως. Κι όταν λέω όλοι το εννοώ κυριολεκτικά.
Η προσπάθεια δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση και τα στελέχη της. Αφορά όλο το πολιτικό σύστημα, που πρέπει να παίξει το δικό του ρόλο -από τη θέση του ο καθένας- με σοβαρότητα, σύνεση και υπευθυνότητα. Αφορά τη διοίκηση που πρέπει να δουλέψει γρήγορα και αποτελεσματικά χωρίς αγκυλώσεις και ευθυνοφοβία. Αφορά τη δικαιοσύνη που θα πρέπει να εκδικάζει τις αναπόφευκτες διαφορές -στις αδειοδοτικές και διαγωνιστικές διαδικασίες- με πολύ μεγάλη ταχύτητα και με έμφαση στην ουσία και όχι τους τύπους, με έμφαση στο πραγματικό δημόσιο συμφέρον και όχι στις υπογεγραμμένες των νόμων.
Αφορά τον ιδιωτικό τομέα που πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία και να επενδύσει μαζικά αξιοποιώντας τα μοναδικά εργαλεία που θα του προσφέρουμε για να πετύχει όχι μόνο την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά και για την αύξηση του κρίσιμου μεγέθους των επιχειρήσεων και τη στροφή στην καινοτομία και την εξωστρέφεια. Αφορά τις εταιρίες που θα αναλάβουν τα έργα και προμήθειες του δημοσίου που πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το κλειδί της επιτυχίας τους δεν θα το βρουν στις αίθουσες των δικαστηρίων όπου κρίνονται οι κάθε είδους προσφυγές αλλά στα εργοτάξια των έργων που θα αρχίσουν να υλοποιούνται σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Αφορά τέλος το συνδικαλισμό και τις επί μέρους ομάδες στις τοπικές κοινωνίες που πρέπει να δουν την ευκαιρία αυτή με αυτοσυγκράτηση και ρεαλισμό και να αναζητήσουν λύσεις στα επί μέρους θέματα που θα ανακύπτουν με διάλογο και συνεννόηση και όχι με τυφλές και αδιέξοδες συγκρούσεις. Η ευκαιρία είναι -επαναλαμβάνω- μοναδική και ανεπανάληπτη. Θα πετύχουμε, είμαι βέβαιος, γιατί δεν έχουμε την πολυτέλεια να αποτύχουμε.
ΔΕ 21 Σεπτ.: webinar – Ηλεκτρονικά Βιβλία ΑΑΔΕ και πλατφόρμα MyDATA