Ακολουθεί η ομιλία του Διοικητή της ΑΑΔΕ, Γ. Πιτσιλή, στο Delphi Economic Forum 2018:
>>>•<<<
Θα ξεκινήσω με το θέμα των beps. Αυτό πράγματι είναι ένα πολύ μεγάλο πλέγμα δράσεων. Υπάρχουν 15 δράσεις του ΟΟΣΑ για αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ένα πρόβλημα διεθνές. Δεν είναι εθνικό πρόβλημα. Ουσιαστικά στοχεύει στα φαινόμενα φοροαποφυγής πολυεθνικών επιχειρήσεων μεγάλου προφίλ. Η Ελλάδα συμμετέχει πολύ ενεργά σε αυτή τη διαδικασία. Μάλιστα είχα την τύχη, μόλις μια εβδομάδα μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου, να υπογράψω και τη σχετική πολυμερή συμφωνία μεταξύ των αρμοδίων αρχών για την ανταλλαγή των σχετικών πληροφοριών και η ανταλλαγή αυτή θα υλοποιηθεί για πρώτη φορά φέτος τον Ιούνιο.
Προχωράμε πολύ σε όλα αυτά τα θέματα. Και στο κομμάτι γενικότερα της ανταλλαγής πληροφοριών είμαστε σε πολύ καλό επίπεδο. Έχουμε αξιολογηθεί από τον ΟΟΣΑ ως largely compliant Χώρα, μαζί με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Δανία και οι υπηρεσίες μας δουλεύουν εντατικά την περίοδο αυτή στην αξιοποίηση των πληροφοριών που έρχονται.
Εδώ ακριβώς όμως είναι και το διακύβευμα. Περνάμε πολύ γρήγορα από την εποχή της μη πληροφορίας στην εποχή της τεράστιας πληροφορίας, στην εποχή του big data. Και εδώ είναι και η μεγάλη πρόκληση για εμάς, γιατί το μέλλον έρχεται με ταχύτητα επάνω μας, να αναπτύξουμε πολύ γρήγορα την τεχνογνωσία για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε αυτή την πληροφορία, να κάνουμε το λεγόμενο data mining και σωστή στόχευση ελέγχου. Αυτό λοιπόν απαιτεί μια τεράστια επένδυση και σε ανθρώπινο δυναμικό και σε υποδομές. Μέχρι τώρα έχουμε πολύ καλή συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία για αυτό.
Ήδη προχωρά η επιπλέον πρόσληψη 100 στελεχών πληροφορικής αλλά πρέπει να σκεφτούμε ακόμα ευρύτερα για αυτό διότι οι εξελίξεις θα μας προλάβουν, εάν εμείς δεν είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε. Είναι ένα από το πράγματα που μας απασχολεί πολύ. Στην Α.Α.Δ.Ε. έχουμε φτιάξει και στρατηγική πληροφορικής για να μπορέσουμε να τα αντιμετωπίσουμε, θα χρειαστεί όμως η σημαντική μας ενίσχυση σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό, όπως είπα.
Η συμμόρφωση είναι το μεγάλο ζητούμενο για εμάς και μια Φορολογική Διοίκηση για να μπορέσει να την πετύχει χρειάζεται να υπηρετεί ορισμένες αρχές. Η βασική αρχή, στην οποία πάντα αναφερόμαστε, είναι αυτή της σχέσης εμπιστοσύνης. Ο πολίτης πρέπει να έχει εμπιστοσύνη στη Φορολογική Διοίκηση ότι θα τον αντιμετωπίσει με διαφάνεια και με δικαιοσύνη και ότι θα πληρώσει αυτά που οφείλει και όχι παραπάνω. Αυτό είναι βασικό. Πρέπει να κάνουμε τον πολίτη να το πιστέψει ότι το υπηρετούμε αυτό και το λέω από την πρώτη μέρα που ανέλαβα τα καθήκοντά μου στη θέση αυτή.
Νομίζω έχουν γίνει βήματα σε αυτό το κομμάτι. Έχουμε μια Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών που δουλεύει, η οποία πλέον εξετάζει πάνω από το 90% των υποθέσεων, η οποία δημοσιεύει τις αποφάσεις της, και αυτό ξέρετε δεν είναι πολύ συχνό σε ευρωπαϊκές φορολογικές διοικήσεις, έτσι ώστε όλοι να γνωρίζουν το σκεπτικό μας και προσπαθούμε και με τις εγκυκλίους μας να απλοποιούμε, όσο περνάει από το χέρι μας, και τις διαδικασίες.
Πρέπει όμως να πω ότι δε φθάνει μόνο η εμπιστοσύνη. Χρειάζεται παράλληλα η Φορολογική Διοίκηση να αποτελεί και αξιόπιστη απειλή για αυτόν ο οποίος είναι συνειδητά φοροφυγάς. Και εδώ έχουν γίνει βήματα και στο κομμάτι της είσπραξης και στο κομμάτι των ελέγχων, από τους προληπτικούς ελέγχους που διεξάγουμε ως και τους ελέγχους έρευνας. Με χαρά πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύσαμε τον απολογισμό των ειδικών υπηρεσιών που έχουμε για την έρευνα σε θέματα φοροδιαφυγής, των ΥΕΔΔΕ, όπου αποτυπώνεται μια πολύ μεγάλη προσπάθεια που έγινε το 2017.
Χαρακτηριστικά, θα έλεγα επίσης, της αύξησης της αξιοπιστίας μας είναι και τα αποτελέσματα της οικειοθελούς συμμόρφωσης. Το τρίτο σχήμα τα τελευταία δέκα χρόνια και το οποίο, παρά τους βαρείς μάλλον ή τους όχι και τόσο ευνοϊκούς συντελεστές και σίγουρα πολύ λιγότερο ευνοϊκούς από τα δύο προηγούμενα (θυμίζω 3% ήταν το πρώτο σχήμα και 8% το δεύτερο), απέφερε περίπου 800 εκατ. ευρώ, τα οποία βεβαιώθηκαν και έχει εισπραχτεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από αυτά.
Ενδιαφέρον δε είναι ότι πάνω από τα μισά από αυτά φαίνεται να μην προήλθαν από ελέγχους, από εντολές ελέγχων, αλλά από φορολογούμενους οι οποίοι οικειοθελώς ήρθαν και πλήρωσαν. Έχουμε βέβαια και εκεί ακόμα πάρα πολύ δουλειά. Και εδώ το κομμάτι του capacity building στην πληροφορία που μας έρχεται από το εξωτερικό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Θα ήθελα να κάνω ένα σχόλιο. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει υπερφορολόγηση. Δεν χρειάζεται να το πω εγώ, το παραδέχθηκε χθες εδώ σε αυτή την αίθουσα ο Πρωθυπουργός. Νομίζω όμως ότι πρέπει να πούμε και μια άλλη αλήθεια, ότι η φράση «η φοροδιαφυγή είναι το εθνικό σπορ των Ελλήνων», δεν είναι φράση της δεκαετίας του 2010, είναι φράση προηγούμενων δεκαετιών, όπου η φορολογία ήταν σαφώς χαμηλότερη. Ναι, πρέπει να ξαναδούμε το θέμα των φορολογικών συντελεστών, της φορολογικής πίεσης, συμφωνώ, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Oυσιαστικά πρέπει να καλλιεργήσουμε την κουλτούρα. Να φύγουμε από την κουλτούρα της αυτοδικίας, του δεν πληρώνω, φεύγω, κρύβομαι, μεταφέρω πλασματικά την έδρα μου γιατί οι φόροι είναι δυσβάστακτοι και να πάμε στην κουλτούρα της λογοδοσίας, ότι πληρώνω αυτά που μου αναλογούν και απαιτώ αυτά να χρησιμοποιούνται με σωστό και διαφανή τρόπο.
Πρέπει να σκεφτούμε ακόμα και ένα κομμάτι που λέγεται εξυπηρέτηση του πολίτη, γιατί και αυτό βοηθάει τη συμμόρφωση. Πολλές φορές η συμμόρφωση είναι δύσκολη για αυτόν που θέλει να συμμορφώνεται. Σε δύο γραμμές να πω και μια ιδέα που δεν είναι πολύ ώριμη ακόμα αλλά μιας που βρισκόμαστε σε ένα χώρο ανταλλαγής σκέψεων εγώ θα την πω. Μιλάμε για ηλεκτρονική τιμολόγηση. Πρέπει να την προχωρήσουμε; Κατά τη γνώμη μου είναι μισή η σκέψη αυτή αν δεν συνδυαστεί και με την ηλεκτρονική τήρηση βιβλίων. Η πληροφορία πρέπει να παράγεται μια φορά και όχι τρεις και τέσσερις, όπως παράγεται σήμερα. Να απλοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία για τον πολίτη, ακόμα και για τη μικρή και για τη μεσαία επιχείρηση, για να αισθανθεί ότι κερδίζει από τη συμμόρφωση σε χρόνο και σε χρήμα και κερδίζουμε και εμείς.
Ευχαριστώ για την υπομονή σας.