Πείτε μου, πως η ελληνική επιχείρηση θα πετύχει να ανταγωνιστεί την ξένη; Όλοι νομίζω συμφωνούμε ότι η Ελλάδα χρειάζεται τόνωση της επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας και υποτίθεται ότι τα Μνημόνια, θα στόχευαν σε αυτά. Όμως έχουν περάσει τέσσερα έτη με την αυτή περιοριστική και αναποτελεσματική πολιτική να εφαρμόζεται και βέβαια, η χώρα μας δεν έχει βελτιωθεί στους τομείς που θα έπρεπε.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Ελλάδα βρίσκεται μόλις στην 119η θέση παγκοσμίως, σε οικονομικές ελευθερίες.
Η κυβέρνηση αντί να κινείται προς τον θεωρητικό στόχο, ενώ στα λόγια βέβαια αυτόν επιδιώκει, στην πράξη όμως πράττει ακριβώς τα αντίθετα, αποδομώντας την οικονομία μας μέσω της υπερφορολόγησης, που πλήττει ακόμα και υγιείς και σε ένα νορμάλ περιβάλλον, ισχυρές χρηματοοικονομικά επιχειρήσεις.
Φαίνεται δε ότι όλα όσα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εξαγγέλλει κατά τακτά χρονικά διαστήματα, περί ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, ανάπτυξης κ.λπ., είναι απλώς λόγια του αέρα, καθώς πράττουν ακριβώς το αντίθετο.
Αναρωτιώμαστε σχετικά το ακόλουθο: Έως σήμερα έχει συμβεί κυρίως στο Δημόσιο τομέα, λιγότερο ή περισσότερο, η αναγκαία προσαρμογή. Αυτό είναι αναμφισβήτητο ασχέτως εάν επετεύχθη με άδικους εν γένει τρόπους· όμως επετεύχθη.
Θα μπορούσε λοιπόν η κυβέρνηση, εφόσον επιθυμούσε πραγματικώς την ανάκαμψη, να έριχνε χρήμα στην αγορά – μιλάμε κυρίως για τον ιδιωτικό τομέα. Μα κάτι τέτοιο δεν γίνεται· πρώτα απ’όλα δεν γίνεται μέσω των τραπεζών, που αποτελούν το βασικό γρανάζι κάθε οικονομίας για την χρηματοδότηση της αγοράς. Δεν επιτελούν οι τράπεζες στην Ελλάδα τον βασικό τους σκοπό, παρόλο που οι ίδιες δανείζονται με ένα κόστος που δεν ξεπερνάει το 4,5%. Οι τράπεζες δηλαδή, ιδίως μετά τις απανωτές πτώσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ, δανείζονται με χαμηλό κόστος, όμως αυτό δεν μεταφέρεται στην ελληνική αγορά και οικονομία, καθώς οι τράπεζες από τότε που ξεκίνησαν τα Μνημόνια, έχουν σταματήσει τα νέα δάνεια, ενώ σιγά – σιγά κλείνουν τις στρόφιγγες χρηματοδότησης και στους παλαιούς πελάτες τους.
Και λάβετε υπόψη σας ότι στα τελευταία χρόνια (taxcoach.gr), οι τράπεζες περιόρισαν σημαντικά τα λειτουργικά τους κόστη, λόγω της προσαρμογής που επιβλήθη σε αυτές συνεπία της γενικότερης κρίσης και του “νοικοκυρέματός”τους.
Όταν λοιπόν έχεις μειώσει τα λειτουργικά σου κόστη έντονα και δανείζεσαι άφθονο χρήμα με χαμηλότατο κόστος, θα μπορούσες να διοχέτευες τμήμα του στην οικονομία, που άλλωστε αυτός είναι και ο λειτουργικός και αντικειμενικός σκοπός των τραπεζών, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο και την έξοδο της οικονομίας από την κρίση και την “επανεκκίνησή” της. Όμως κάτι τέτοιο δεν γίνεται.
Κατανοώ ότι λόγω της κρίσης, ο κίνδυνος επισφαλειών για τις τράπεζες, είναι σημαντικά αυξημένος. Όμως αυτό και από μόνο του, δεν μπορεί να αντισταθμίσει το θετικό περιβάλλον ρευστότητας που ‘καρπώνονται’ οι τράπεζες και δεν διανέμουν και μέρος αυτής στην οικονομία. Τα επιτόκια θα έπρεπε να ήταν σαφώς σε χαμηλότερα επίπεδα, από τα σημερινά απαγορευτικά προς εξυπηρέτηση. Δηλαδή σε μια περίοδο έντονης κρίσεως και έλλειψης ρευστότητας στην αγορά και που οι συνθήκες επιβάλλουν de facto πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους, το να βάζουν επιτόκιο (για επιχειρηματικά δάνεια) οι τράπεζες, κοντά στο 10%, είναι απλώς εξοντωτικό για τις επιχειρήσεις – για όσες δηλαδή μπορούν και διατηρούν την πιστωτική τους γραμμή “ανέπαφη”.
Και δεν είναι βέβαια, μόνο οι τράπεζες που αυτή την περίοδο λειτουργούν αντίθετα στο αντικείμενό τους και σε όσες επιχειρήσεις χρηματοδοτούν ακόμα, το κάνουν με υψηλό για τις τις επιχειρήσεις κόστος · είναι και το κόστος ενέργειας, που στα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, έχει σημειώσει υψηλή αύξηση.
Πείτε μου τώρα, πως γίνεται μια ελληνική επιχείρηση, που λόγω του περιβάλλοντος έντονης ύφεσης, έχει περιορίσει τα περιθώρια κέρδους της και πάλι οι πωλήσεις της είναι χαμηλότερες (λόγω της ύφεσης) και χρειάζεται χρηματοδότηση ή κεφάλαιο κίνησης και δεν το λαμβάνει ή ακόμα και στην περίπτωση που το λαμβάνει (ως παλαιός καλός πελάτης μιας τράπεζας), το κόστος του είναι υψηλότατο και εάν η επιχείρηση του παραδείγματός μας είναι ενεργοβόρος, έχει αυξηθεί σημαντικά και αυτό το κόστος (της ηλεκτρικής ενέργειας) και πληρώνει και στο κράτος, υπέρογκη φορολογία στα κέρδη αλλά και έμμεση (στον ΦΠΑ) και αυτή η επιχείρηση, έχει να ανταγωνιστεί άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις από τη Βόρεια Ευρώπη, που κατά κανόνα είναι μεγαλύτερου μεγέθους, άρα επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακος αλλά συνεπικουρούνται από το χαμηλό κόστος χρήματος (χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζές τους), το χαμηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και την αρκετά χαμηλότερη φορολογία στα κέρδη και στον ΦΠΑ.
Πείτε μου λοιπόν τώρα, πως η ελληνική επιχείρηση θα πετύχει να ανταγωνιστεί την ξένη, την βορειοευρωπαϊκή. Πως, υπ’αυτές τις συνθήκες;
Και βέβαια, το οικονομικό επιτελείο της εδώ κυβέρνησης, δεν είναι ανόητο · τα γνωρίζει όλα αυτά. Όμως ο αντικειμενικός σκοπός των πολιτικών του, δεν είναι η ανάκαμψη της οικονομίας όπως πολλάκις αναφέρουν και είναι σαφώς ψέμα · στόχος των πολιτικών, είναι η πλήρης αποδόμηση της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό (η πλήρης αποδόμηση της ελληνικής οικονομίας) φανερώνεται από τις συνέπειες των εφαρμογών των πολιτικών που εφαρμόζονται, σε όλα τα επίπεδα: στα εργασιακά, στον επιχειρηματικό κόσμο που προσπαθεί και αποτελέσματα δεν βλέπει διότι έχει ένα κράτος εναντίον του.
Συνεπακόλουθα, εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Εάν λοιπόν από τις συνέπιες των πράξεων των κυβερνώντων, τα αποτελέσματα είναι η αποδόμηση του συνόλου της ελληνικής οικονομίας, για ποιον λόγο το κάνουν αυτό; Ποιον θα εξυπηρετούσε;
Σε αυτό το ερώτημα ας δώσει ο καθένας, την δική του απάντηση.
Παναγιώτης Σοφιανόπουλος
Συνεργάτης TaxCoach