Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), στο τελευταίο εβδομαδιαίο του Δελτίο για την ελληνική οικονομία και επιχειρήσεις, αναφέρει συνοπτικά τα ακόλουθα:
Η εδραίωση συνθηκών ισχυρής ανάπτυξης απαιτεί τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά απασχολούμενο). Όμως η ανάκαμψη της οικονομίας και η μείωση της ανεργίας δεν οδηγούν αυτόματα και σε αύξηση της παραγωγικότητας, όπως διαπιστώνουμε στην περίπτωση της Ελλάδας.
Ακόμη και το 2017, όταν η οικονομία κατέγραψε θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ +1,4%, η παραγωγικότητα συνέχισε να μειώνεται κατά -0,8%, όπως συμβαίνει συνεχώς από το 2008 και μετά. Υπεύθυνη για αυτή την εξέλιξη είναι η εκτεταμένη αποεπένδυση. Μια οικονομία όμως με χαμηλή και μειούμενη παραγωγικότητα δεν μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστική.
Μάλιστα, από το 2013 έως το 2017, όταν η ανεργία μειώθηκε κατά 7 π. μ. περίπου και οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά +4,3%, η μεταβολή του ΑΕΠ ανά απασχολούμενο περιορίσθηκε σε -2,7%. Αυτό υποδεικνύει ότι ο παραγωγικός μηχανισμός της χώρας ανταποκρινόταν στην αύξηση της ζήτησης (κυρίως λόγω εξαγωγών αγαθών -μεταποίηση- και υπηρεσιών -τουρισμός), με τον υπάρχοντα κεφαλαιακό εξοπλισμό, αφού οι επενδύσεις κατά κανόνα μειωνόντουσαν. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος, το 2017, με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ +7,8%, +2,7%, +3,1% και +3,9%, η παραγωγικότητα μεταβλήθηκε αντιστοίχως κατά +5,8%, -0,6%, +0,5% και +0,3%. Επίσης, σε άλλες χώρες που το 2017 επιδείκνυαν υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβενία (+16,8% και +10,3% αντιστοίχως) η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά +2,0% και +2,2% αντιστοίχως.
Σε κλαδικό επίπεδο, η παραγωγικότητα αναλύεται σε ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας και σε ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο. Το πρόβλημα της χαμηλής και μειούμενης παραγωγικότητας στην Ελλάδα εδράζεται στο γεγονός ότι οι κλάδοι εντάσεως εργασίας υπερτερούν των κλάδων εντάσεως κεφαλαίου. Στη φάση της ανάκαμψης της οικονομίας, οι κλάδοι που παρουσιάζουν υψηλή αύξηση της ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας, είναι grosso modo και οι κλάδοι που εμφανίζουν μεγαλύτερη μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, με τους απασχολούμενους να αυξάνουν ταχύτερα από ό,τι αυξάνουν οι ώρες εργασίας, ένδειξη ότι οι πιο δυναμικοί κλάδοι, κυρίως στην μεταποίηση, προχωρούν γρηγορότερα σε προσλήψεις.
Αντιθέτως, οι κλάδοι που παρουσιάζουν μείωση της παραγωγικότητας είναι κλάδοι όπου οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο αυξάνουν ταχύτερα, ένδειξη ότι προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο εντατικά το υφιστάμενο εργατικό δυναμικό και πιο ευέλικτες μορφές εργασίας, παρά να προσλάβουν εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, καθώς στους κλάδους αυτούς επικρατεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα ως προς την ένταση και διάρκεια της ανάκαμψης.
Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξανόταν με υψηλούς ρυθμούς μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τις πετρελαϊκές κρίσεις στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970. Με την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η παραγωγικότητα συνεχίζει να αυξάνει, με σχετικά χαμηλότερους, όμως, ρυθμούς, μέχρι και τη μεγάλη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2007-2009, που χτύπησε την Ελλάδα μετά από μια παρατεταμένη περίοδο δημοσιονομικού εκτροχιασμού και οδήγησε στην κατάρρευση και τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας από τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έκτοτε, και μέχρι σήμερα, η παραγωγικότητα μειώνεται συνεχώς, σε μια περίοδο όπου οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά -60% περίπου. Σημειώνεται ότι τα τελευταία 40 χρόνια η παραγωγικότητα αυξανόταν κατά +1% ετησίως, αν και υπήρξαν περίοδοι όπου η οικονομία κατέγραψε σημαντικά υψηλότερους ετήσιους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, όπως στη δεκαετία του 1960 (+9,3%), του 1970 (+3,9%) και του 1990 (+1,7%), καθώς και περίοδοι χαμηλότερων επιδόσεων, όπως στη δεκαετία του 1980 (-0,3%) και του 2010 (-1,0%).
Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας τα επόμενα 40 χρόνια, στις υποθέσεις για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, δεν υπερβαίνουν κατά πολύ το 1% ετησίως. Η Ελλάδα γερνάει με ταχείς ρυθμούς. Το εργατικό δυναμικό, εάν δεν αλλάξει δραστικά το δημογραφικό (και είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο, να αλλάξει) θα μειώνεται ετησίως κατά -0,4%, σύμφωνα με τις επίσημες δημογραφικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Συνεπώς, για να καλυφθεί το έλλειμμα εργατικού δυναμικού και να πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ (εισοδημάτων δηλαδή) κατά 1% απαιτείται μια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,4% το χρόνο. Τα μεγέθη αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνουν νομοτελειακά αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση, πέραν από μέτρα κατά της υπογεννητικότητας (που είναι δύσκολο να αποδώσουν σε περιβάλλον διαρκούς δημοσιονομικής στενότητας) και υπέρ της μαζικότερης συμμετοχής των νέων, των γυναικών, και των ηλικιωμένων (που αυξήθηκε μόνο οριακά στη διάρκεια των Μνημονίων παρά το σοκ της ύφεσης του -25%), δεν μπορεί να περιλαμβάνει τίποτα άλλο από επενδύσεις, και ιδιαίτερα ιδιωτικές επενδύσεις, σε τομείς αυξανόμενης παραγωγικότητας, όπως είναι, στη μεταποίηση, για παράδειγμα, τα μη μεταλλικά ορυκτά, τα βασικά μέταλλα, τα μηχανήματα, ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός κ.ά..
Για να μειώσουμε την απόσταση από τις άλλες προηγμένες χώρες, που φτάνει στο 50% περίπου, με δεδομένη την μακροοικονομική προσαρμογή που δεν πρέπει να ανατραπεί, απαιτείται ένα πράγμα μόνο: κέρδη για να γίνονται επενδύσεις. Και μάλιστα επενδύσεις έντασης τεχνολογίας, που οδηγούν σε αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά ώρα εργασίας. Εάν δεν αποφασίσουμε να δώσουμε έμφαση στις ιδιωτικές κερδοφόρες επενδύσεις, τότε ζούμε μόνο για να πληρώνουμε τα χρέη μας, υπερφορολογώντας την ιδιωτική οικονομία για να δημιουργούμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς να προσφέρουμε αληθινή προοπτική προόδου για μια καλύτερη ζωή στα παιδιά μας. Όπως στη μυθολογία των προγόνων μας, ο Σίσυφος όσο δαιμόνιος και αν ήταν, τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει την τιμωρία των θεών.
• Τον Ιούνιο του 2018 το πλεόνασμα της κεντρικής κυβέρνησης αποδυναμώθηκε (€617 εκατ. έναντι €1.936 εκατ. τον Ιούνιο 2017), μερικώς για τεχνικούς και συγκυριακούς λόγους, αλλά και λόγω της απότομης αύξησης των καταπτώσεων εγγυήσεων χρέους φορέων της γενικής κυβέρνησης. Η θετική πορεία των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές ειφορές συνεχίζεται τον Μάιο του 2018, αφενώς λόγω της αύξησης της απασχόλησης και αφετέρου λόγω της αύξησης των κρατήσεων στους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ παράλληλα ενισχύονται οι δαπάνες μισθοδοσίας και οι κοινωνικές δαπάνες πλην συντάξεων. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους συνεχίζουν να υποχωρούν (€2,39 δισ. τον Μάιο 2018 από €2,62 δισ. τον προηγούμενο μήνα).
Διαβάστε αμέσως παρακάτω ολόκληρο το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις: Η παραγωγικότητα εξακολουθεί να μειώνεται παρά την ανάκαμψη της οικονομίας.