Ακολουθεί συνέντευξη του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Νάσου Ηλιόπουλου, στην “Εποχή” της Κυριακής και την Τζέλα Αλιμπράντη.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την εβδομάδα που μας πέρασε την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Πότε πρόκειται να υλοποιηθεί και τι σηματοδοτεί αυτή η κίνηση;
Η ανακοίνωση για τον υποκατώτατο μισθό εγγράφεται στο συνολικότερο πλαίσιο του πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα εργασιακά. Η κυρίαρχη αντίληψη έλεγε πως για να βγούμε από την κρίση, έπρεπε η εργασία να γίνει πιο φθηνή και ευέλικτη. Υπό αυτή τη λογική θεσπίστηκε το μέτρο του υποκατώτατου μισθού, που πέραν από κοινωνικά άδικο, αποδείχθηκε και αναποτελεσματικό. Η μείωση του μισθού για τους νέους δεν συγκράτησε την ανεργία αυτής της ομάδας, έφθασε ακόμα και 60%. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε και έναν από τους παράγοντες που τροφοδότησαν τη φυγή στο εξωτερικό. Υπό αυτή την έννοια, η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε συνάρτηση με την αύξηση του κατώτατου και την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, σημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση βλέπει την προστασία της εργασίας ως προϋπόθεση της ανάπτυξης. Η δήλωση του πρωθυπουργού επανέφερε την πάγια θέση του χώρου για κατάργηση του υποκατώτατου. Αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα τι αλλάζει τώρα που τελείωσε το πρόγραμμα. Πολύ σύντομα, λοιπόν, θα έχουμε τη θέσπιση ενός νέου αυξημένου κατώτατου μισθού, που θα ισχύει καθολικά για όλους, χωρίς τη ρατσιστική ηλικιακή εξαίρεση.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού σε τι ποσοστά θα κυμανθεί και πότε εκτιμάται ότι θα φθάσει σε ένα σημείο που θα εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή στους εργαζόμενους;
Η διαδικασία ορισμού του κατώτατου μισθού περιλαμβάνει μια περίοδο διαβούλευσης με τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, καθώς και μια σειρά από επιστημονικά ινστιτούτα. Στο τέλος αυτής της διαδρομής το υπουργείο Εργασίας θα αποφασίσει για το ποσοστό αύξησης. Το γεγονός ότι μετά από 8 χρόνια επιτέλους ξεπαγώνει ο κατώτατος μισθός αποκτά ιδιαίτερη κρισιμότητα. Υπάρχουν τρεις βασικές μεταβλητές που δημιουργούν αυτή τη στιγμή μια θετική τάση για τους μισθούς. Η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων -με τις οποίες πολλοί θα δουν αύξηση στο μισθό τους-, η αύξηση του κατώτατου μαζί με την κατάργηση του υποκατώτατου και η μείωση της ανεργίας. Αντικειμενικά είναι πολύ διαφορετική η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων όταν η ανεργία προσεγγίζει το 27%, όπως το 2014, και αλλιώς όταν είναι 19,5%, όπως σήμερα. Προφανώς παραμένει ένα υψηλό νούμερο και νομίζω ότι η ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του πόσο απέτυχε το πρόγραμμα προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχει αποκλιμάκωση και αν παρατηρήσουμε τα ποσοστά μείωσης από το 2015 μέχρι το 2018, φαίνεται ότι σχεδόν έχει κλειδώσει ένας ρυθμός που προσεγγίζει το 2% το έτος.
Παρόλα αυτά, όπως είπες, η ανεργία παραμένει υψηλή, θα υπάρξουν νέα μέτρα για τη μείωση, ιδίως για συγκεκριμένες ομάδες, όπως μακροχρόνια άνεργους ή πρόσφυγες;
Επειδή ακριβώς είναι πολύ υψηλή η ανεργία, δεν περιμένουμε απλά να μειωθεί όπως αποτυπώνει το γενικότερο κλίμα, αλλά προσπαθούμε να σχεδιάσουμε συγκεκριμένες πολιτικές, που να μπορούν να συμβάλουν στην ακόμα πιο γρήγορη αποκλιμάκωση της. Μέχρι το τέλος της χρονιάς από τη μεριά του υπουργείου Εργασίας θα έχουν ανοίξει δέκα προγράμματα για περισσότερους από 80.000 ανέργους. Ήδη κάποια έχουν ξεκινήσει και τρέχουν, όπως ένα πρόγραμμα από τον ΟΑΕΔ για νέους έως 29 ετών με επιδότηση νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και το τελευταίο πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας, για 30.000 ανέργους. Το κρίσιμο για εμάς είναι να υλοποιήσουμε στοχευμένα προγράμματα που θα πατάνε κυρίαρχα στο κομμάτι των ανθρώπων με υψηλή επιστημονική κατάρτιση, και αυτό όχι για κάποιο φετίχ με τη νεότητα, αλλά γιατί χτίζοντας μια γέφυρα σε ένα επιστημονικό προσωπικό με υψηλή κατάρτιση με την παραγωγή, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης που θα δημιουργήσει πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας. Εδώ βρίσκεται ένα κρίσιμο στοιχείο όχι απλώς παραγωγικής ανασυγκρότησης, αλλά ουσιαστικού μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου. Εδώ αποτυπώνεται η σύγκρουση ανάμεσα σε ένα μοντέλο που στηρίζεται στην προστασία της εργασίας και στην υψηλή ειδίκευση, με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κακοπληρωμένης και ελαστικοποιημένης εργασίας.
Όπως αναφέραμε και πριν, βασικό εργαλείο για την προστασία της εργασίας είναι οι συλλογικές συμβάσεις. Πώς βαίνουν τα πράγματα για το ζήτημα; Ξεκίνησε η πρώτη επεκτασιμότητα των κλαδικών.
Ήδη με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, είχε ψηφισθεί ότι η λήξη του προγράμματος μεταξύ άλλων σημαίνει και επαναφορά σε ισχύ των δύο βασικών αρχών των συλλογικών συμβάσεων. Της επεκτασιμότητας των κλαδικών και της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων σημαίνει ότι όταν σε ένα κλάδο η αντιπροσωπευτική εργοδοτική οργάνωση συμφωνήσει με τους εργαζόμενους σε μία σύμβαση, αυτή η σύμβαση καθίσταται υποχρεωτική για όλο τον κλάδο, έχει δηλαδή την ισχύ νόμου. Δεν μπορεί κανένας εργοδότης να την παραβιάσει με το πρόσχημα ότι δεν ανήκει στην εργοδοτική οργάνωση που τη συμφώνησε. Το επόμενο στοιχείο, που συνδυάζεται άμεσα με την επεκτασιμότητα, είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Αυτό σημαίνει ότι η υπογραφή επιχειρησιακής ή ατομικής σύμβασης δεν μπορεί να χειροτερεύει όρους που περιλαμβάνονται στην κλαδική σύμβαση, π.χ. χαμηλότερο μισθό. Αυτά τα δύο νομοθετικά εργαλεία βρίσκονται πλέον σε ισχύ. Ήδη την Παρασκευή η συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας πρότεινε προς την υπουργό να επεκτείνει τις τέσσερις πρώτες συμβάσεις. Άρα υπάρχουν αντικειμενικά οι δυνατότητες που δίνουν χώρο στο κοινωνικό επίπεδο. Δηλαδή στην κινητοποίηση του κόσμου της εργασίας για την ανασυγκρότηση των σωματείων και την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων.
Ποιες είναι οι αντιδράσεις σε αυτά τα μέτρα; Η τυπική έξοδος από τα μνημόνια τι περιθώρια αφήνει στην υλοποίηση κι άλλων πολιτικών για την εργασιακή προστασία;
Η επαναφορά των αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων είχε συμφωνηθεί στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης, παρότι το ΔΝΤ διαφωνούσε και επέμενε ότι οι αρχές θα έπρεπε να επανέλθουν όταν η ανεργία θα πέσει κάτω από το 10%. Υπερασπιζόταν, δηλαδή, το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα ότι η ρύθμιση της αγοράς εργασίας αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη μείωση της ανεργίας. Το ίδιο επιχείρημα υπερασπίστηκε και ο ΣΕΒ και η αξιωματική αντιπολίτευση. Να υπενθυμίσω ότι ο Κ. Μητσοτάκης είχε πει πως συνιστά αρνητική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία το τρίπτυχο επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και δυνατότητα μονομερούς προσφυγής από την πλευρά των εργαζομένων στη διαιτησία. Άρα, το ζήτημα τίθεται με όρους εσωτερικής κοινωνικής σύγκρουσης. Αρχικά στο κοινωνικό, δηλαδή σε ποιους χώρους και κλάδους θα υπογραφούν συλλογικές συμβάσεις. Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο, στη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πολιτικά σχέδια. Αυτό της κυβέρνησης που υπερασπίζεται την προστασία της εργασίας και αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θεωρεί παροχολογία την ύπαρξη των συλλογικών συμβάσεων και την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Πέραν της θεσμοθέτησης των μέτρων, τι άλλο πρέπει να γίνει προκειμένου να ξεπεραστούν τα εσωτερικά εμπόδια;
Εδώ υπάρχουν δύο στοιχεία. Από τη μεριά του υπουργείου, το κρίσιμο είναι η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα με όρους διοίκησης. Το δεύτερο στοιχείο αφορά τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ και πώς μπορεί να συμβάλει στην ύπαρξη της απαραίτητης κοινωνικής κινητοποίησης. Χρειαζόμαστε ενεργή παρέμβαση στους χώρους εργασίας και ανασυγκρότηση των σωματείων σε μια αγωνιστική κατεύθυνση. Ακόμα και σήμερα όπου το συνδικαλιστικό κίνημα έχει εγγραφεί ως κομμάτι του πολιτικού συστήματος και άρα μέρος του προβλήματος, υπάρχουν σημαντικά παραδείγματα μιας διαφορετικής λειτουργίας και κατεύθυνσης. Απαιτείται, όμως, συστηματική δουλειά μέσα στους κοινωνικούς χώρους, κάτι που πολλές φορές στο παρελθόν έχουμε υποτιμήσει.
Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που γίνονται τώρα προσπαθούν να επαναφέρουν κάποια κεκτημένα που υπήρχαν προ κρίσης και μνημονίων. Παρόλα αυτά, και τότε ακόμα κυριαρχούσε η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς τι θα μπορούσε να κάνει μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ώστε η κατάσταση να πάει ένα βήμα παρακάτω;
Το εργασιακό πλαίσιο που ίσχυε προ κρίσης είχε μια σειρά από εξαιρέσεις και τυφλά σημεία. Το πεδίο που όριζε αυτό που ονομάζαμε αόρατοι εργαζόμενοι. Συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως γυναίκες, νέοι, μετανάστες συγκροτούσαν πλειοψηφικά τον κορμό της επισφάλειας. Η ανεργία των νέων δεν δημιουργήθηκε κατά την κρίση, διογκώθηκε από αυτήν. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας δεν γεννήθηκαν από την κρίση, παροξύνθηκαν από αυτή. Είναι κρίσιμο να μην επιστρέψουμε στο δρόμο που γέννησε την χρεοκοπία, που σημαίνει να μην επιστρέψουμε και σε αυτό το δρόμο που άφηνε όλα αυτά τα τυφλά σημεία για την εργασία. Χαρακτηριστικό κομμάτι της νέας μεθοδολογίας αποτελεί η ρύθμιση για τους εργολαβικούς εργαζόμενους, που πλέον μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και από την αρχική εταιρεία και δεν τα χάνουν όταν εξαφανίζεται ο εργολάβος. Επίσης, η αναβάθμιση που γίνεται στην Επιθεώρηση Εργασίας δείχνει μια διαφορετική κατεύθυνση. Η υποβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών αποτελούσε μια συνειδητή επιλογή του παλιού πολιτικού συστήματος. Νομίζω, λοιπόν, ότι αυτά τα δύο παραδείγματα αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων για να γίνουν κινήσεις που θα δημιουργούν ένα καινούργιο πλαίσιο για την προστασία της εργασίας.