Από το Γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
«Ο κ. Τσίπρας έχει ένα μοναδικό ταλέντο να αντιπολιτεύεται τον εαυτό του.
Παραδέχεται ότι θα υπογράψει τα σκληρά μέτρα λιτότητας που ο ίδιος προκάλεσε με την ανικανότητα και την αποτυχία του.
Ταυτόχρονα επιτίθεται στους “κακούς δανειστές” και στην Αντιπολίτευση, για να δώσει άλλοθι στους βουλευτές του να τα ψηφίσουν.
Την ίδια στιγμή, η πραγματική οικονομία βουλιάζει στην αβεβαιότητα και τα σενάρια του Grexit επανέρχονται.
Και όλα αυτά, για να σκηνοθετήσει ο κ. Τσίπρας άλλη μια κυβίστηση … μετά τη δήθεν σκληρή διαπραγμάτευση για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη.
Όσο για το ταξίδι του κ. Μητσοτάκη στη Γερμανία, να μην ανησυχεί ο κ. Τσίπρας.
Ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό φοράει πάντα τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας.
Και αυτή είναι γαλανόλευκη, χωρίς ροζ αποχρώσεις».
Ακολουθεί η ομιλία του Πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στην Κ.Ε. του Σύριζα:
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Η Κεντρική μας Επιτροπή, αν και άργησε να συγκληθεί, εντούτοις λαμβάνει χώρα σε μια συγκυρία ιδιαίτερα κρίσιμη, με πολλαπλές ανοιχτές προκλήσεις στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Προκλήσεις που πρέπει με νηφαλιότητα να αναλύσουμε, να ζυγίσουμε και εν τέλει να συνυπολογίσουμε στις αποφάσεις μας, πάντοτε με γνώμονα το γενικότερο συμφέρον του τόπου, το συμφέρον του ελληνικού λαού.
Το 2017 θα είναι ένας χρόνος κρίσιμος για την Ευρώπη. Θα είναι ένας χρόνος κρίσιμος για την Ευρώπη δεδομένου ότι μέσα σε αυτό τον χρόνο έχουμε σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις σε κρίσιμες χώρες για την Ευρώπη, σε χώρες που διαμορφώνουν εν πολλοίς την οικονομική και την πολιτική πορεία της Ευρώπης.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι πολιτικές εξελίξεις το 2017 δεν θα κρίνουν απλά την πορεία της Ευρώπης. Θα κρίνουν την ίδια της την ύπαρξη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πορεύεται πια χωρίς τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και με ένα διαρκώς ογκούμενο ρεύμα ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού στο εσωτερικό της.
Και την ίδια στιγμή η αλλαγή κυβέρνησης αλλά και πολιτικής κατεύθυνσης στις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο πολιτικό περιβάλλον, καθώς για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κλονίζεται η ευρωατλαντική σχέση και ο προσανατολισμός της. Και κλονίζεται, απ’ ότι φαίνεται, μονομερώς.
Θα έλεγα ότι πρόκειται για τεκτονικού χαρακτήρα μετατοπίσεις που, σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη ένταση στην ευρύτερη περιοχή μας, στη γειτονική μας Τουρκία, στη Συρία, στη Μέση Ανατολή αλλά και στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον σύνθετο, με μεγάλους κινδύνους αλλά και με σημαντικές προκλήσεις. Και πρέπει να αναλογιστούμε ότι η χώρα μας, η Ελλάδα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε εξ αιτίας της χρεοκοπίας της από τις δυνάμεις που κυβέρνησαν τον τόπο και τις πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της Ε.Ε., εντούτοις παραμένει σ’ αυτό το ασταθές πλαίσιο στην ευρύτερη περιοχή πυλώνας σταθερότητας.
Σε αυτό λοιπόν το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταβάλλει μια τεράστια προσπάθεια να ξαναστήσει τη χώρα στα πόδια της, να βγάλει την οικονομία από την πολυετή ύφεση και, παρά τις διαρκείς πιέσεις από την πλευρά των πιστωτών μας, να προστατεύσει, ταυτόχρονα, τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Οι δυσκολίες είναι γνωστές σε όλους. Δυσκολίες που βεβαίως δεν οφείλονται μόνο στην κατάσταση της χώρας. Αλλά οι δυσκολίες αυτές δεν μας πτοούν, ούτε, βεβαίως μας φοβίζουν. Πορευόμαστε με αποφασιστικότητα, αλλά και με σεβασμό στην αξιοπρέπεια του λαού μας. Έχουμε μπροστά μας μια αξιολόγηση που δεν είναι από μόνη της δύσκολη.Αλλά την κάνει δύσκολη η διαρκής το τελευταίο διάστημα διαφωνία ανάμεσα στους πιστωτές μας.
Το ΔΝΤ, έχοντας χάσει σχεδόν κάθε επιστημονική αξιοπιστία από την επτάχρονη παραμονή του στην Ελλάδα, από τις διαρκώς λαθεμένες προβλέψεις του και από τις λάθος συνταγές του –λάθη τα οποία έχει παραδεχτεί και το ίδιο- βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία να υποστηρίξει χρηματοδοτικά ένα πρόγραμμα δίχως γενναία απομείωση του χρέους.
Αυτό νομίζω ότι έγινε απολύτως σαφές και στην τελευταία συζήτηση για την Ελλάδα για το τρίτο πρόγραμμα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, την προηγούμενη εβδομάδα.
Από την άλλη πλευρά, στην Ευρώπη, ενώ όλοι κατανοούν στην Ευρώπη ότι η γενναία απομείωση είναι κάτι αυτονόητο και αργά ή γρήγορα θα συμβεί, εντούτοις αρνούνται να το αποφασίσουν πριν από τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις σε Ολλανδία, Γαλλία και κυρίως Γερμανία, φοβούμενοι την άνοδο της ακροδεξιάς.
Πρόκειται για μια στενόμυαλη λογική, διότι η ιστορική εμπειρία μας έχει αποδείξει ότι η ακροδεξιά θα ανεβαίνει όσο θα υιοθετείται από τις κυρίαρχες δυνάμεις η δική της ατζέντα. Κι αυτό δυστυχώς το είδαμε και πρόσφατα στην Ευρώπη, σε αρκετές χώρες.
Όσο η Ευρώπη θα παραμένει άβουλη, αδύναμη, ανίσχυρη, τόσο θα ενισχύονται οι δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού σε κρίσιμες χώρες και θα ανεβαίνει η ακροδεξιά.
Από την άλλη όμως και το ΔΝΤ δεν δείχνει να έχει το θάρρος της γνώμης του. Και δεν θα φοβόμουνα να πω, γιατί πρέπει να μιλήσουμε ανοιχτά και ειλικρινά σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες, και ορισμένα στελέχη του φαίνεται ότι προτιμούν να παίζουν προσωπικά παιχνίδια.
Το Ταμείο δειλιάζει να πει την αλήθεια, κοιτώντας στα μάτια τους Ευρωπαίους εταίρους του. Προτιμά να παίζει ένα διαρκές παιχνίδι πόκερ, κωλυσιεργώντας. Ή αλλιώς όπως το λέμε εδώ στην Ελλάδα να παίζει το μουτζούρη. Και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τα πούμε ανοιχτά :
Επειδή δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν ή να ρίξουν το φταίξιμο στην αδιαλλαξία του Γερμανού υπουργού Οικονομικών σε σχέση με τα μέτρα που πρέπει να παρθούν για την απομείωση του χρέους, προσπαθούν να εφεύρουν διαρκώς νέες απαιτήσεις από την Ελλάδα.
Παράλογες, φανταστικές, εξωπραγματικές.. δεν έχει σημασία.
Αρκεί να είναι η Ελλάδα αυτή η οποία θα χρεώνεται την κωλυσιεργία και εν τέλει την προδιαγεγραμμένη -κατά την άποψή μου, την άποψή μου λέω- απόφαση του Ταμείου να μη χρηματοδοτήσει το 3ο ελληνικό πρόγραμμα.
Η Ελλάδα όμως σε αυτή τη διελκυστίνδα ούτε είναι ούτε αισθάνεται μόνη της, ούτε έχει μια κυβέρνηση πρόθυμη όπως οι προηγούμενες να παραδώσει τον ελληνικό λαό σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Και το κυριότερο: έχει ως σύμμαχο την ίδια την πραγματικότητα και την αδιάψευστη απόδοση των δεικτών της ελληνικής οικονομίας.
Το 2016, παρά τις ως συνήθως καταστροφικές προβλέψεις του ΔΝΤ, τις οποίες έσπευσε να υιοθετήσει και η αντιπολίτευση στην Ελλάδα, το 2016 έκλεισε με θετικό πρόσημο ανάπτυξης.
Τα έσοδα είχαν μια εκπληκτική υπεραπόδοση. Μεταξύ άλλων και εκ εξαιτίας του γεγονότος ότι επιτέλους στη χώρα μας τελείωσε το μεγάλο φαγοπότι στην Ελλάδα.
Το φαγοπότι της φοροδιαφυγής και των σκανδάλων τύπου SIEMENS, NOVARTIS κ.λπ.
Και έτσι, όχι μόνο πιάσαμε, αλλά υπερκαλύψαμε τον στόχο των πλεονασμάτων.
Και έτσι, αντί να ενεργοποιηθεί ο κόφτης που όλοι είχαν προεξοφλήσει, ενεργοποιήθηκε ο «δότης», και δώσαμε την 13η σύνταξη εφάπαξ πριν τις γιορτές, 620 εκατομμύρια σε πάνω από ένα εκατομμύριο συνταξιούχους.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αναγνώρισαν αυτήν την εντυπωσιακή υπερκάλυψη των στόχων.
Και έτσι σήμερα οι τεχνοκράτες, τα στελέχη του ΔΝΤ που ασχολούνται με την Ελλάδα, έχουν μια μεγάλη δυσκολία για να στηρίξουν τις απόψεις και τις επιδιώξεις τους.
Και η δυσκολία αυτή είναι η ίδια η πραγματικότητα.
Επικαλούνται στοιχεία για την ελληνική οικονομία που όλοι, αλλά και οι ίδιοι, γνωρίζουν ότι δεν είναι έγκυρα.
Το επισήμανε και η Κομισιόν, άλλωστε, το προηγούμενο διάστημα.
Αυτό λοιπόν που περιμένουμε, και μάλιστα το περιμένουμε το γρηγορότερο δυνατό, είναι να αναθεωρήσουν αυτές τις εκτιμήσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση αν δεν βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα, αν δεν ξεκινάμε από την ίδια βάση. Τι να συζητάμε;
Περιμένουμε λοιπόν το συντομότερο να αναθεωρήσουν αυτές τις εκτιμήσεις ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η διαπραγμάτευση σε τεχνικό επίπεδο.
Εμείς από την πλευρά μας επαναλαμβάνουμε με σταθερότητα, νηφαλιότητα αλλά και αποφασιστικότητα: Δεν πρόκειται να δεχτούμε άλλα παιχνίδια στην πλάτη της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Δεν θα επιτρέψουμε, μαζί με τους συμμάχους μας στην Ευρώπη, όχι μόνοι μας, μαζί με, τις συνεπείς ευρωπαϊκές προοδευτικές δυνάμεις, άλλα παιχνίδια με τη φωτιά για τη συνοχή και το μέλλον της Ευρώπης.
Όποιοι παίζουν παιχνίδια για ευρωζώνη δύο ταχυτήτων, για διασπάσεις και διαιρέσεις, να ξέρουν ότι παίζουν με τη φωτιά.Και είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η ίδια τους η κυβέρνηση δεν θα αφήσει τους πυρομανείς να παίζουν με τα σπίρτα στην αποθήκη με τα πυρομαχικά.
Και γι αυτό θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία μου σ’ αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής και να παρακαλέσω θερμά την Καγκελάριο να αποθαρρύνει τον υπουργό των Οικονομικών της, απ’ αυτή τη διαρκή επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας.
Και από αναφορές υποτιμητικές, του τύπου «η Ελλάδα και οι Έλληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους».
Δεν ξέρω αν αυτού του είδους οι αφορισμοί συγκινούν τους Γερμανούς ακροδεξιούς και βοηθάνε τη συγκράτηση των διαρροών προς το κόμμα της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία».
Αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Και δεν μπορεί η προεκλογική περίοδος σε μια χώρα να επηρεάσει τη ζωή και τις εξελίξεις σε μια άλλη χώρα της Ευρώπης.
Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι η κοινή ευρωπαϊκή αξιοπρέπεια, και ειδικά σε συγκυρίες σαν αυτήν, αξίζει να είμαστε πιο προσεκτικοί.
Και ειδικά απέναντι σε μια χώρα που έχει λεηλατηθεί και έναν λαό που έχει κάνει τόσες θυσίες και συνεχίζει να κάνει στο όνομα της Ευρώπης. Σε έναν λαό που έχει δείξει μια εκπληκτική συμπεριφορά απέναντι στην προσφυγική κρίση που είναι ευρωπαϊκή κρίση και έχει κάνει θυσίες, οικονομικές και κοινωνικές, για τη διατήρηση της συνοχής της ευρωζώνης.
Και πιστεύω ότι δικαίως το SPD, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επισήμως μετά από αυτές τις δηλώσεις, εγκάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι επιχειρεί να συντηρήσει ένταση γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, προσπαθώντας να φορτώσει στην Ελλάδα τα δικά του αδιέξοδα.
Εμείς λοιπόν επαναλαμβάνουμε: Τηρούμε τα συμφωνηθέντα.
Να τηρήσουν και οι εταίροι μας, από τη δική τους πλευρά, όσα έχουν συμφωνήσει.
Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε οτιδήποτε είναι στο πλαίσιο της συμφωνίας και της λογικής. Αλλά όχι πράγματα που είναι έξω από το πλαίσιο της Συμφωνίας και κυρίως έξω από το πλαίσιο της λογικής. Απαιτήσεις που δεν υποστηρίζονται από τη λογική και από τους αριθμούς, δεν πρόκειται να συζητήσουμε.
Για πρώτη φορά από το 2010, η χώρα υλοποιεί ένα πρόγραμμα που πιάνει τους στόχους του. Για πρώτη φορά η Ελλάδα τηρεί με συνέπεια όσα έχουν συμφωνηθεί. Συνεπώς, δεν δεχόμαστε από κανέναν παρατηρήσεις ότι είμαστε απρόθυμοι να συνεργαστούμε. Όποιος επιστρατεύει την κωλυσιεργία, είναι προφανές ότι το κάνει για άλλους λόγους και οφείλει έντιμα να τους εξηγήσει αυτούς τους λόγους.
Και εδώ επιτρέψτε μου να αναφερθώ και στην τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της Νέας Δημοκρατίας.
Ακούω ότι ο κ. Μητσοτάκης θα ταξιδεύσει στη Γερμανία αύριο για να επισκεφθεί τη Δευτέρα την κυρία Μέρκελ και τον κ. Σόιμπλε. Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι θα τους πει. Το μόνο που είμαι βέβαιος ότι δε θα αναφέρει είναι το ζήτημα της έκδοσης του κ. Χριστοφοράκου. Γι αυτό είμαι βέβαιος.
Για την οικονομία και την αξιολόγηση, δεν ξέρω ειλικρινά τι θα πει.
Δεν ήρθε σε επαφή μαζί μου, δεν ζήτησε καμία ενημέρωση.
Το μόνο που ξέρουμε για τις θέσεις της ΝΔ σε σχέση με το ζήτημα της αξιολόγησης είναι αυτό που είπε δημοσίως ο αντιπρόεδρος του κόμματος, ο κ. Γεωργιάδης: Ότι δεν τους ενδιαφέρει να κλείσει η αξιολόγηση. Για την ακρίβεια δεν θέλουν να κλείσει η αξιολόγηση. Το μόνο που τους ενδιαφέρει, το μόνο που θέλουν είναι να πέσει η κυβέρνηση και να έρθουν αυτοί στα πράγματα.
Υποθέτω λοιπόν ότι με αυτή την ατζέντα, με αυτή τη γραμμή ταξιδεύει στη Γερμανία ο κ. Μητσοτάκης. Κι αυτό ας το λάβει καλά υπ όψιν του ο ελληνικός λαός. Για να γίνει απολύτως σαφές ποιος παλεύει για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Και ποιος δίνει διαρκώς διαπιστευτήρια υποταγής μήπως και καταφέρει να έρθει στην εξουσία από τη στήριξη των πιστωτών μας.
Άλλωστε νομίζω ότι η ΝΔ δεν προσπαθεί καν να κρυφτεί.
Ο κ. Μητσοτάκης και το κόμμα του είναι οι μόνοι στην Ευρώπη που μας εγκαλούν για καθυστερήσεις.
Και ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι, το χρέος, αλλά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας
– δηλαδή η λύση στο ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι η απομείωση του χρέους, αλλά το να ξηλώσουμε ό,τι έχει απομείνει όρθιο στο κοινωνικό κράτος, τις συντάξεις και τις εργασιακές σχέσεις.
Νομίζω ότι το ίδιο έχει πει και ο κ. Σόιμπλε. Και το λέει με την ίδια ακριβώς διατύπωση και ο κ. Μητσοτάκης, ενδεχομένως για να το ακούσει ο κ. Σόιμπλε και να χαρεί.
Φαντάζομαι ότι τώρα που θα πάει στη Γερμανία θα του το πει και από κοντά. Και θα έχει, έτσι, μια μεγαλύτερη ευκαιρία να γίνει αρεστός.
Θα ήθελα να του δώσω προκαταβολικά τα συγχαρητήρια μου. Μόνο που θα’ θελα να του πω ότι δεν αρκεί για να κερδίσεις την εξουσία στην Ελλάδα, τη διακυβέρνηση, να γίνει αρεστός στον κ. Σόιμπλε. Πρέπει να γίνει αρεστός στον ελληνικό λαό. Κι αυτό, μ’ αυτή την συμπεριφορά, δεν θα το καταφέρει ποτέ.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Θα ήθελα να πω ακόμα δυο λόγια γι αυτή τη στάση που κρατάει η ΝΔ πριν περάσω στο πιο σημαντικά. Και θα ήθελα να αναρωτηθούμε μαζί γιατί, πέρα από την προσπάθεια να γίνει αρεστός στους δανειστές, ο κ. Μητσοτάκης, ο κ. Γεωργιάδης που είναι μαρτυριάρης, λέει ότι δεν θέλει να κλείσει η αξιολόγηση.
Πιστεύω ότι το λένε αυτό και το πιστεύουν γιατί καταλαβαίνουν ότι μόνο μέσα από την αβεβαιότητα μπορούν να προωθήσουν το πολιτικό τους σχέδιο.
Γιατί θεωρούν –κι ίσως να έχουν δίκιο- ότι μόνο σε φάση αβεβαιότητας και υπό την ασφυκτική πίεση των δανειστών και των προγραμμάτων, μπορούν να κρύψουν από τον ελληνικό λαό το πραγματικό τους σχέδιο και τις πραγματικές τους προθέσεις.
Δηλαδή την πρόσδεση της χώρας και της οικονομίας στα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, την παλινόρθωση της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους, την εγκαθίδρυση της διαρκούς λιτότητας αλλά και του νεοφιλελευθερισμού, ως μόνιμου καθεστώτος για τη χώρα μας.
Φοβάμαι όμως ότι τελικά τους περιμένει πολύ μεγάλη απογοήτευση.
Γιατί όσο και αν το απεύχονται, όσο κι αν εργάζονται για το αντίθετο, η αξιολόγηση θα κλείσει. Και θα κλείσει θετικά.
Γιατί στην Ευρώπη σήμερα δεν υπάρχει μονάχα μια παράταξη. Γιατί στην Ευρώπη σήμερα δεν υπάρχει η ηγεμονία της δεξιάς. Και διότι η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται πράγματι σε μεγάλο σταυροδρόμι εξαιτίας κι αυτών των κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων. Αλλά, αν πριν από λίγους μόνο μήνες ήταν για κάποιους σχεδόν βέβαιη η επικράτηση νεοφιλελεύθερων και δεξιών δυνάμεων σε κρίσιμες χώρες της Ευρώπης, και το δίλημμα ήταν μόνο ανάμεσα στη δεξιά και την ακροδεξιά, σήμερα βλέπουμε ότι τα πράγματα αλλάζουν. Και σήμερα βλέπουμε ότι οι ακραία νεοφιλελεύθερες δυνάμεις χάνουν δυνάμεις, δεν κερδίζουν. Ακόμα και στη Γαλλία ο εκπρόσωπος της δεξιάς είναι πίσω στις δημοσκοπήσεις, αλλά και στη Γερμανία έχουμε ένα απόλυτα νέο περιβάλλον, μια νέα κατάσταση που δίνει την προοπτική μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής και εκεί.
Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αυτές τις μεγάλες αλλαγές. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας αυτή τη νέα πολιτική πραγματικότητα αλλά και τις τεκτονικές αλλαγές σε διεθνές επίπεδο.
Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή τη στιγμή είναι βέβαιο πως τα πράγματα οδηγούνται στον πλανήτη και στην Ευρώπη σε μια ευθύγραμμη προοδευτική κατεύθυνση. Ισχυρίζομαι όμως ότι το παιχνίδι είναι απολύτως ανοιχτό. Και ισχυρίζομαι ότι αυτό το κρίσιμο σύνθημα με το οποίο κερδίσαμε τις εκλογές το 2015, Ανατροπή στην Ελλάδα, Αλλαγή στην Ευρώπη.
Εδώ και δύο χρόνια μένει να το δούμε σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος του συνθήματος. Η ανατροπή στην Ελλάδα έγινε. Η αλλαγή στην Ευρώπη με αργούς ρυθμούς συντελείται.
Πριν από δύο χρόνια, κανείς δεν θα πίστευε ότι θα μπορούσαμε να μιλάμε ως γεγονός για τη συμμαχία των κρατών των χωρών του Νότου. Για μια συμμαχία που προσπαθεί να βάλει τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και κυρίως του Νότου στο παιχνίδι των ευρωπαϊκών συσχετισμών με όρους διεκδίκησης και προστασίας της κοινωνικής συνοχής. Και βεβαίως κανείς δεν θα πίστευε πριν δυο μήνες, όχι πριν δύο χρόνια, ότι είναι ανοιχτό το πολιτικό παιχνίδι σε κρίσιμες χώρες, όπως αυτές που προανέφερα.
Όσοι λοιπόν παλεύουν για να μην κλείσει η αξιολόγηση, θα απογοητευτούν.
Και θα κλείσει. Και θα κλείσει θετικά.
Χωρίς υποχωρήσεις σε ακραίους παραλογισμούς.
Χωρίς υποχωρήσεις σε ζητήματα αρχών, και κυρίως χωρίς υποχωρήσεις σε ζητήματα που αφορούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Δε ξέρω αν θα κλείσει με το ΔΝΤ σε κεντρικό ρόλο χρηματοδότη ή σε κάποιο διαφορετικό ρόλο.
Αλλά η αξιολόγηση θα κλείσει.
Γιατί η Ευρώπη, ειδικά σε αυτή τη φάση, δεν μπορεί να παίξει παιχνίδια ούτε να δεχθεί πειραματισμούς.
Και η χώρα μας θα γυρίσει σελίδα.
Με κάποιους για άλλη μια φορά να βρίσκονται βαθιά και βαριά εκτεθειμένοι.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Έχουμε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου.
Είμαστε πολύ κοντά στο σημείο όπου θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η κρίση είναι παρελθόν.
Και η εξέλιξη αυτή, επαναλαμβάνω, δεν είναι σημαντική μόνο για την χώρα μας και την ελληνική οικονομία, αλλά συνολικά για την σταθερότητα στην Ευρώπη.
Γιατί βρισκόμαστε, όπως είπα αρχικά, σε μια περίοδο διεθνών ανακατατάξεων.
Και δεν είναι μόνο το Brexit.
Είναι που αμφισβητείται πλέον ανοιχτά η δομή του ευρωπαϊκού συστήματος από πολλές και διάφορες μεριές.
Είναι που οι πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς και το δείχνουν, πλέον, κάθε φορά που καλούνται να ψηφίσουν.
Είναι και οι πολιτικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Το πρόβλημα, όμως, στην Ευρώπη είναι ότι οι υποστηρικτές της πολιτικής της ακραίας λιτότητας που οδήγησε σε αυτά τα αδιέξοδα και αποτελεί τη βασική αιτία της ανόδου της ακροδεξιάς αρνούνται να βάλουν μυαλό.
Είναι οι δικές τους πράξεις, οι δικές τους παραλείψεις, που κλονίζουν το οικοδόμημα, που οδηγούν σε εθνικές αναδιπλώσεις και εν τέλει αναδεικνύουν τον κίνδυνο της διάλυσης.
Είναι η απουσία ελπίδας για το μέλλον, που ανοίγει χώρο στο σκοτάδι και στο μίσος.
Και μπροστά σ’ αυτό αδιέξοδο, εμφανίστηκαν πρόσφατα και τα σχέδια διάλυσης.
Ακροβασίες και πολιτικές εμμονές, που αποσκοπούν κοντόφθαλμα σε ένα καλό εκλογικό αποτέλεσμα.
Και από τις οποίες, όμως, είναι βέβαιο ότι οι μόνοι χαμένοι θα είναι οι λαοί.
Είμαστε λοιπόν ξεκάθαρα σε μια μεταβατική φάση, όπου η αμφισβήτηση εκφράζεται πλέον ανοιχτά.
Και το ερώτημα είναι τί χαρακτήρα και τί πρόσημο θα λάβει αυτή η αμφισβήτηση.
Αν θα επικρατήσουν οι αντιλήψεις του οικονομικού εθνικισμού, του απομονωτισμού και του ακροδεξιού λαϊκισμού. Ή, αν θα εκφραστεί ένα νέο προοδευτικό ρεύμα, ικανό να διασφαλίσει την οικονομική και πολιτική σταθερότητα, υπερασπιζόμενο παράλληλα τις αξίες της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας, της αξιοπρέπειας.
Και οφείλω εδώ να επισημάνω ότι η δυναμική των πραγμάτων δεν είναι πάντα όπως φαίνεται στην επιφάνεια.
Ας θυμηθούμε ότι στις προκριματικές εκλογές των ΗΠΑ, γύρω από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, εκδηλώθηκε ένα τεράστιο προοδευτικό ρεύμα που διεκδίκησε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών. Έχασε για λίγο. Αν δεν έχανε, θα ήταν διαφορετικές σήμερα οι εξελίξεις στον κόσμο.
Να προσέξουμε –όπως είπα και πιο πριν- τις διεργασίες στη Γερμανία. Τα αρχικά δημοσκοπικά δεδομένα έχουν ανατραπεί. Και η προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας ανάμεσα στη Σοσιαλδημοκρατία, την Αριστερά και τους Πράσινους γίνεται πλέον μια απολύτως ρεαλιστική προοπτική.
Και να επισημάνουμε, τέλος, και σε σχέση με τις εξελίξεις στη Γαλλία, ότι η ανοιχτή εκλογική διαδικασία που οργάνωσε το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα ανέδειξε μια έκπληξη, έναν αριστερό υποψήφιο για την Προεδρία.
Και ότι η συνεργασία ανάμεσα στους Σοσιαλιστές και την Αριστερά σ’ αυτή την κρίσιμη χώρα θα μπορούσε –και εδώ είναι και η ευθύνη της αριστεράς, που πρέπει να ξεκαθαρίσει αν αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης στα δύσκολα ή αρέσκεται με την καταγγελία- θα μπορούσε, λοιπόν, να δημιουργήσει μια ακόμα μεγαλύτερη δυναμική σε μια τέτοια πιθανή εξέλιξη.
Δεν ισχυρίζομαι ότι τα πράγματα είναι εύκολα. Ούτε ότι υπάρχουν μαγικές λύσεις. Λέω όμως ότι η προοπτική μιας αριστερής εναλλακτικής στην Ευρώπη και τον κόσμο παραμένει απολύτως ανοιχτή.
Είναι, λοιπόν και στο δικό μας χέρι το να ξεπεράσουμε παθογένειες.
Να διαμορφώσουμε, μέσα από ειλικρινή διάλογο συνθήκες ενότητας.
Να χτίσουμε πάνω σε γερές και σταθερές βάσεις νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Και να είναι το δικό μας σχέδιο, που θα ανοίξει τους εναλλακτικούς δρόμους για την υπέρβαση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Είναι σε αυτή την ιστορική συγκυρία που βρισκόμαστε στην κυβέρνηση, γιατί επιλέξαμε να αναλάβουμε δύσκολες ευθύνες.
Και οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι δεν θα κριθούμε μόνο από τους συμβιβασμούς και τις αντιστάσεις μας στη διαπραγμάτευση.
Αλλά, κυρίως, θα κριθούμε από το αν θα καταφέρουμε να πάρουμε πρωτοβουλίες που θα στηρίζουν την κοινωνική πλειοψηφία.
Αν θα προωθήσουμε την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, γύρω από το ζητούμενο της αξιοπρεπούς εργασίας.
Αν θα ενεργοποιήσουμε την κοινωνία γύρω από την ανάγκη να υπάρξουν στη χώρα μεγάλες δημοκρατικές θεσμικές δημοκρατικές τομές.
Αν θα καταφέρουμε να εμπεδώσουμε το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αν θα θωρακίσουμε θεσμικά τη διαφάνεια.
Και αυτό στην πράξη σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε πιο ουσιαστική την πολιτική μας.
Να εντείνουμε την προσπάθεια και την πολιτική μας αποτελεσματικότητα απέναντι πρώτα και κύρια στο μεγάλο θέμα της εργασίας, της ανάκτησης της εργασίας, τον μεγάλο εφιάλτη της ανεργίας.
Κατοχυρώνοντας όμως εργασιακά δικαιώματα και εργασιακή αξιοπρέπεια.
Ανασυγκροτώντας και αναβαθμίζοντας το κοινωνικό κράτος.
Δίνοντας δείγματα αποτελεσματικότητας και ανθρωπισμού στο μεγάλο και δύσκολο έργο της διαχείρισης του προσφυγικού.
Και μαθαίνοντας από τα λάθη και τις παραλείψεις μας.
Και βεβαίως, συνεχίζοντας και βαθαίνοντας με αποφασιστικότητα το μέτωπό μας απέναντι στη διαφθορά και στη διαπλοκή, ένα μέτωπο κι έναν πόλεμο τον οποίο μπορούμε και οφείλουμε να κερδίσουμε.
Έχουμε κάνει –δεν υπάρχει αμφιβολία- σημαντικό έργο σε όλους τους τομείς.
Αλλά πρέπει να συνεχίσουμε ακόμα πιο συστηματικά.
Στο πλαίσιο αυτό, οι μεγάλες πρωτοβουλίες μας για το επόμενο διάστημα είναι πρωτοβουλίες που ξεπερνούν τον ορίζοντα της διαπραγμάτευσης και της αξιολόγησης και που αφήνουν ένα προοδευτικό αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία και στα πολιτικά πράγματα του τόπου.
Αυτές οι πρωτοβουλίες αφορούν:
Την εκκίνηση και εδραίωση μιας σημαντικής μεταρρύθμισης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Την πολύ σημαντική μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση, που ξεκινάει με έναν ουσιαστικό διάλογο κι έχει στόχο να αλλάξει την εικόνα του σχολειού ως εξεταστικό κέντρο και με ένα νέο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση
Την προοδευτική μεταρρύθμιση στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Την επεξεργασία του σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και των περιφερειών, του περιφερειακού σχεδίου ανασυγκρότησης που θα συγκροτεί το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης
Τέλος, την έναρξη ενός δημόσιου και ανοιχτού διαλόγου για την συνταγματική αναθεώρηση, που μέχρι τέλους του έτους θα καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις που θα έρθουν στη Βουλή.
Απάντηση στις πολιτικές αυτές πρωτοβουλίες, στις μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που θα αφήσουν ένα σημαντικό προοδευτικό αποτύπωμα στον τόπο, η αξιωματική αντιπολίτευση, η ΝΔ δεν έχει να αντιτάξει.
Το μόνο που έχει να αντιτάξει είναι εκλεκτικές σχέσεις με τη διαπλοκή.
Τα απλήρωτα δάνεια και το κομματικό χρέος.
Τις κραυγές στα τηλεοπτικά παράθυρα και το φλερτ με την ακροδεξιά και την ξενοφοβία.
Αυτά όμως δεν είναι αρκετά, ακόμα και αν τους στηρίζουν τα πιο ισχυρά και τα πιο επιδραστικά μέσα ενημέρωσης, δεν είναι αρκετά για να επηρεάσουν τα πράγματα.
Η αλήθεια είναι ότι η Νέα Δημοκρατία δεν έχει να υποσχεθεί στον ελληνικό λαό τίποτα περισσότερο από τα μνημόνια και μια υποτίθεται καλύτερη διαχείριση της εφαρμογής τους, προς όφελος όμως των λίγων και σε βάρος των πολλών.
Με το τέλος, όμως, των μνημονίων, το κλείσιμο της αξιολόγησης και το τέλος της επιτροπείας στα μέσα του 2018, τελειώνει οριστικά η ρητορική τους.
Και αλλάζει και ο τόπος της πολιτικής αντιπαράθεσης στον τόπο.
Η διαχωριστική γραμμή επανέρχεται εκεί που πάντοτε ήταν. Πρόοδος-συντήρηση, δεξιά-αριστερά. Υπεράσπιση των κοινωνικών δυνάμεων, υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού, υπεράσπιση των συμφερόντων των ολίγων. Ξαναέρχεται η διαχωριστική γραμμή στο πολιτικό της και ταξικό της πρόσημο.
Κι αυτό μας δίνει από τώρα το περιθώριο να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα. Το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, παράταξη που εκφράζει παραδοσιακά την αριστερά αλλά και εκπροσωπεί αυτό που ονομάζουμε το στρώμα των «από κάτω», των κατώτερων τάξεων και της μεσαίας τάξης.
Και βεβαίως μας ανοίγει και τον ορίζοντα να σκεφτούμε και την επόμενη μέρα στην Ελλάδα. Τη διαμόρφωση ενός πολιτικού συστήματος με δεδομένο ένα νέο εκλογικό νόμο που έχουμε ψηφίσει.
Κι εδώ θα ήθελα να πω και δυο λόγια για τη λεγόμενη Κεντροαριστερά, το ΠΑΣΟΚ, που οφείλουν επιτέλους να κοιτάξουν γύρω τους τι συμβαίνει. Όλη η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κάνει βήματα προς τα αριστερά, αναζητά καινούργιο στρατηγικό σχέδιο, αυξάνοντας τις αποστάσεις από την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και της ασύδοτης αγοράς.
Το ΠΑΣΟΚ όμως επιμένει να θέλει να είναι στην Ελλάδα η ουρά της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη.
Είχε πολλές ευκαιρίες αυτό το διάστημα να υπερβεί τις εσωτερικές αγκυλώσεις, να πάρει αποστάσεις από τις περιόδους διακυβέρνησης και όσα αυτές έχουν φορτώσει στις πλάτες του ελληνικού λαού.
Και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Ο εκλογικός νόμος, το θέμα της διαπλοκής, η στάση απέναντι στη διαπραγμάτευση είναι κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Επιμένει όμως σε μια αδιέξοδη εμμονή.
Τους καλούμε λοιπόν να συνειδητοποιήσουν ότι τα πράγματα αλλάζουν.
Σε λίγο θα είναι οι μόνοι στην Ευρώπη που επιμένουν σε συμμαχία με τη δεξιά. Και μάλιστα με μια δεξιά νεοφιλελεύθερη και ακραία ταυτόχρονα. Τη δεξιά που συνδυάζει το νεοφιλελευθερισμό του κ. Μητσοτάκη με την ακροδεξιά ρητορική του κ. Γεωργιάδη.
Αυτό δεν θα τους βγει σε καλό. Αλλά δεν θα είναι καλό και για τον τόπο. Δεν θα βοηθήσει στην πιο γρήγορη και ομαλή μετάβαση στις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Ο δρόμος μπροστά μας παραμένει δύσκολος γι αυτό και η συμβολή των κομματικών δυνάμεων σ’ αυτές τις προσπάθειες που καταβάλλουμε είναι ιδιαίτερα σημαντική.
Θα πρέπει όμως να έχουμε υπ όψη μας το εξής:
Η κομματική βάση δεν υπάρχει μόνο για να την επιστρατεύουμε, όπου υπάρχει ανάγκη για χέρια ή για εκλογή οργάνων.
Η κομματική βάση χρειάζεται φροντίδα.
Χρειάζεται να παρακολουθούμε τους προβληματισμούς της, να απαντάμε στα ερωτήματά της.
Και κυρίως να την ακούμε.
Χρειάζεται έναν σοβαρό και μελετημένο προσανατολισμό δουλειάς που θα ανταποκρίνεται όχι μόνο στις δυνατότητες, αλλά και στις αρχές και τις αξίες της.
Και περισσότερο απ’ όλα, χρειάζεται να την στηρίζουμε.
Έχοντας πάντοτε στο μυαλό μας ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που νοιώθει υπεύθυνος για το τί κάνει και τί δεν κάνει η κυβέρνηση.
Που νοιώθει υπερήφανος όταν δημιουργούμε υποδείγματα αριστερής διακυβέρνησης.
Και απογοητεύεται όταν βλέπει στην πολιτική μας λάθη και παραλείψεις.
Γι αυτό θέλω εδώ να πω ξεκάθαρα ότι δεν θα υπάρξει, δεν πρέπει να υπάρξει και δεν θα υπάρξει καμία ανοχή σε φαινόμενα λιγοστά, αλλά πρέπει να τα ξεδιαλύνουμε, σε φαινόμενα που ακυρώνουν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.
Κανένας πονηρούλης δεν θα αφήσουμε να χρησιμοποιήσει κανένα «νομιμοφανές» μέσο για ίδιον όφελος
Αυτά έχουν τελειώσει.
Και θέλω να ζητήσω τόσο από τους υπουργούς όσο και από τα αρμόδια όργανα του κόμματος, να μη δείξουν καμία επιείκεια, καμία ανοχή.
Και προσέξτε: δεν αναφέρομαι σε πεπραγμένα. Αλλά και μόνο στη σκέψη, και μόνο που σκέφτηκαν κάποιοι να προσβάλουν τους ηθικούς κώδικες της αριστεράς, δεν τους επιτρέπει να έχουν τον τιμητικό του μέλους του κόμματος, του μέλους του ΣΥΡΙΖΑ. Τελεία και παύλα.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Διανύουμε μια δύσκολη φάση, αλλά έχω πλέρια αισιοδοξία ότι τα δύσκολα τελειώνουν. Δεν ξέρω αν είναι μια ακαταμάχητη διαίσθηση. Ίσως είναι η σωστή ανάγνωση της συγκυρίας, των συσχετισμών δύναμης στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Πιστεύω ότι η διέξοδος είναι πλέον ορατή.
Όχι μόνο γιατί η αξιολόγηση θα κλείσει, σύντομα θα έρθει και ο στόχος της ενίσχυσης της ρευστότητας.
Κυρίως, όμως, γιατί η οικονομία ήδη εμφανίζει ορατά αποτελέσματα ανάκαμψης. Κι αυτό δεν μπορεί κανείς να το παραβλέψει.
Δεν θα είχα την ίδια αισιοδοξία αν είχαμε μια οικονομία που κατρακυλούσε διαρκώς στην ύφεση, που δεν μπορούσε να έχει έσοδα, που δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
Σύντομα πιστεύω ότι τα αποτελέσματα αυτά θα γίνουν αισθητά και στο κόσμο, και κυρίως σε εκείνον τον κόσμο, σε εκείνες τις κοινωνικές κατηγορίες που σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της κρίσης.
Στις συνθήκες αυτές, λοιπόν, πιστεύω, όπως άφησα να εννοηθεί και από την αφιέρωση του μεγαλύτερου μέρους της παρέμβασής μου, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, όχι μονάχα την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης. Να έχουμε στο μυαλό μας, κυρίως, την επόμενη ημέρα.
Και να σκεφτούμε, όχι πια με όρους συμφωνίας και μέτρων, αλλά με όρους στρατηγικού αναπροσανατολισμού της οικονομίας, της κοινωνίας, της χώρας.
Με το μυαλό μας στην πολιτική και το σχέδιο εκείνο που θα επανεκκινήσει την πραγματική οικονομία, και θα ξαναστήσει όρθια την κοινωνία.
Αλλά και στις αναγκαίες τομές. αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις που θα κατοχυρώνουν την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και τη διαφάνεια.
Αυτή η επόμενη ημέρα είναι πια πολύ κοντά.
Και οφείλουμε να είμαστε προσανατολισμένοι, προετοιμασμένοι για να τη διαχειριστούμε. Να την οργανώσουμε με τον καλύτερο τρόπο.
Και θέλω να κλείσω λέγοντας ότι έχω βαθιά εμπιστοσύνη στο κριτήριο τόσο της Κεντρικής Επιτροπής όσο και της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας
Έχω τη βεβαιότητα ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε τη χώρα αλλά και την κοινωνία από τη κρίση και να σχεδιάσουμε μαζί τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, γιατί έχει έρθει πια ο καιρός, μετά από εφτά χρόνια σκοτάδι, να σχεδιάσουμε μαζί τη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
Σας ευχαριστώ