Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ:
Ανάμεσα στο «χρόνου φείδου» των Αρχαίων Ελλήνων και στο «ο χρόνος είναι χρήμα» των Αμερικανών, η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Διότι και τα δύο εκφράζουν, από διαφορετική σκοπιά το καθένα, την αιώνια αγωνία του ανθρώπου για τον χρόνο που κυλά, συμπαρασύροντας και τον άνθρωπο προς το βιολογικό του τέλος.
Υπό αυτή την έννοια, ο χρόνος και η χρησιμοποίησή του έχει, πριν απ΄ όλα, μία βαθειά φιλοσοφική σημασία, την οποία ο Γάλλος δημοσιογράφος και εκδότης Ζαν-Λουΐ Σερβάν-Σρεμπέρ είχε περιγράψει, πριν 20 και πλέον χρόνια, στο θαυμάσιο βιβλίο του «Η τέχνη του Χρόνου». Κατά την άποψή του, η οποία παραμένει όλο και πιο έντονα επίκαιρη, αν πρέπει να διαλέξουμε τον όσο το δυνατόν απλούστερο ορισμό του χρόνου, δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτό το οποίο μετρά έναν μετασχηματισμό; Ο μετασχηματισμός του ωμού αυγού σε βραστό, γίνεται σε 4 λεπτά. Του άνθρακα 14 μετριέται σε χιλιετηρίδες. Ανάμεσα στα δύο, υπάρχουμε εμείς, έχοντας την τάση να κρίνουμε τον χρόνο σύμφωνα με τον ρυθμό των δικών μας μετασχηματισμών: βραχυπρόθεσμοι, μακροπρόθεσμοι. Όπως παρατηρούσε ο Κέϋνς, «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί».
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι ο χρόνος απεικονίζεται στον θάνατό μας. Η φύση δεν προμήθευε στους πρωτόγονος προγόνους μας άλλες αποδείξεις για την ροή του χρόνου. Παρατηρούσαν πραγματικότητες όπου δεν μπορούσαν να διαβλέψουν τους μετασχηματισμούς (λίμνες, βουνά), ή που έμοιαζαν να αναπαράγονται απαράλλακτα (ημέρες και νύχτες, επάνοδος των εποχών, ζώα). Μερικές χιλιετηρίδες πριν την εφεύρεση της κλεψύδρας με νερό ή με άμμο, το πρώτο όργανο μέτρησης του χρόνου ήταν, πιθανώς, ο αρθριτικός ρευματισμός –ερεθιστικό σήμα αλλαγής πορείας μιας εσωτερικής μεταβολής. Το δεύτερο ήταν, αναμφίβολα, το κάτοπτρο (στάσιμα νερά ή στιλβωμένο μέταλλο), ανώδυνος μάρτυρας του γήρατός μας.
Το πέρασμα του χρόνου είναι –και θα παραμείνει πάντοτε– μία εμπειρία ή ένα δράμα προσωπικό. Το πιο δύσκολο, όταν γερνάμε, είναι ότι παραμένουμε νέοι εσωτερικά. «Όλες οι τραγωδίες που μπορούμε να φανταστούμε καταλήγουν σε μία και μοναδική: το πέρασμα του χρόνου», φιλοσοφούσε η Σιμόν Βέϊλ.
Όμως, δεν αγαπάμε και πολύ αυτήν την ιδέα του μετασχηματισμού. Αν, για τόσο πολύ καιρό, εγγράψαμε τον χρόνο πάνω σε πλάκες, είναι ίσως επειδή επιθυμούσαμε να συνεχίσουμε να πιστεύουμε στον κυκλικό χρόνο των προγόνων μας. Ένας πόνος στους νεφρούς, μια ματιά στον καθρέπτη τα ξημερώματα, δευτερόλεπτα που δραπετεύουν από το ρολόϊ: ό,τι μάς φέρνει αντιμέτωπους με το πέρασμα του χρόνου δεν μάς είναι καθόλου ευχάριστο, μάς κάνει να συλλογιζόμαστε.
Το καθημερινό λεξιλόγιο μάς οδηγεί σε λάθος δρόμο. Το να κερδίζεις ή να χάνεις χρόνο δεν έχει, όπως θα δούμε, καμμία σημασία. Έχουμε στην διάθεσή μας το σύνολο του διαθέσιμου χρόνου. Είναι απρόσβλητος και αμετάβλητος. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε την στάση μας απέναντί του, να κάνουμε καλή ή κακή χρήση του. Δεν είναι και λίγο… Από εδώ απορρέει και η κεφαλαιώδης βεβαιότητα: κυριαρχία πάνω στον χρόνο σημαίνει κυριαρχία πάνω στον εαυτό μας. Τόσο το χειρότερο, για όσους ήλπιζαν σε θαυματουργές συσκευές ή μαγικά κόλπα.
Αν, φιλοσοφικά, μπορούμε να θέσουμε σε αμφισβήτηση τον χρόνο ή να τον θεωρήσουμε μόνον ως απόδειξη της εντροπίας, στην πράξη, μέσα σε μια ζωή γεμάτη δράση παίζει τον ρόλο ενός φυσικού πόρου. Ουσιώδης, αλλά με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Όπως κάθε φυσικός πόρος, ο χρόνος είναι διαθέσιμος και προορισμένος να χρησιμοποιηθεί. Αποτελεί, προφανώς, την πιο δημοκρατική κατανομή: ισχυρός ή τρισάθλιος, δραστήριος ή ακαμάτης, μεγαλοφυής ή ανόητος, ο καθένας έχει ακριβώς τον ίδιο απόθεμα χρόνου στην διάθεσή του.
Το παράδοξο με τον χρόνο είναι ότι λίγοι εκτιμούν ότι έχουν αρκετόν, ενώ ο καθένας μας έχει στην διάθεσή του το σύνολο του χρόνου του. Σε αντίθεση με τους άλλους φυσικούς πόρους, δεν μπορεί να αγοραστεί ή να πουληθεί, να δανειστεί ή να κλαπεί, να αποθηκευτεί ή να εξοικονομηθεί, να πολλαπλασιαστεί ή να μεταβληθεί. Μπορείς μόνον να τον χρησιμοποιήσεις. Κι αν, ακόμα, δεν τον χρησιμοποιήσεις, αυτός και πάλι θα εξαφανίζεται. Είναι προφανώς ο πολυτιμότερος από όλους τους πόρους, αφού είναι ο μόνος που δεν ανανεώνεται.
Αυτές, ωστόσο, είναι θεωρητικές απόψεις. Πρέπει να τις συμπληρώσουμε με μία πρακτική και λειτουργική παρουσίαση του χρόνου. Η πολύ γνωστή σχέση χρόνου-χώρου μπορεί εδώ να μας βοηθήσει, διότι συχνά αισθανόμαστε πιο άνετα όταν επικαλούμαστε και χρησιμοποιούμε τον χώρο παρά τον χρόνο. Είτε είναι μια τέταρτη διάσταση είτε όχι, διαισθανόμαστε καλά ότι συγγενεύει με ένα τέτοιο σύστημα αναφοράς. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τον επιστημονικό όρο που υποδηλώνει το συνολικό περιβάλλον μέσα στο οποίο συμβαίνει ένα παρατηρήσιμο γεγονός. Προφανώς δε, κάθε συγκεκριμένο σύστημα αναφοράς περιλαμβάνέι και έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος κατοικεί επίσης τον χρόνο του, πέρα από την χρησιμοποίηση και, κατ΄ επέκτασιν, την αξιοποίησή του, όταν πρόκειται για συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Συμβαίνει, όμως, στην εποχή μας, ο σύγχρονος χρόνος να είναι μοναδικός, ρυθμισμένος και παραφορτωμένος. Μοναδικός, αφού, κατά προσέγγιση χιλιοστού του δευτερολέπτου, είναι συγχρονισμένος όλος ο πλανήτης. Αλλάζουν μόνον, ανάλογα με τις χρονικές ατράκτους, τα αριθμητικά ψηφία των ωρών. Αλλά και το ωριαίο στίγμα είναι πλέον ταυτόσημο πάνω στην γη και μέσα στο διάστημα. Ρυθμισμένος, επειδή όλες οι κοινωνικές συνήθειες μας περισφίγγουν σε ένα δίχτυ που, σε κάθε βελονιά, σε κάθε πόντο του, αντιστοιχεί και ένα ψηφίο του χρόνου. Υπακούμε στα ωράρια εργασίας, συνεδριάσεων ή γευμάτων, στα ωράρια λειτουργίας των υπηρεσιών και των καταστημάτων, στις πρωινές ειδήσεις, στην βραδινή τηλεοπτική ταινία, στις αναχωρήσεις των τραίνων ή στον θηλασμό του νεογέννητου. Παραφορτωμένος, γιατί για να επιβιώσουμε σε αυτήν την περίπλοκη κοινωνία, χρειάστηκε να γίνουμε πιο αποδοτικοί από τους προγενέστερους. Αυτή η σημαντική αύξηση της παραγωγικότητάς μας, συνεπάγεται την προσπάθεια να αναλάβουμε περισσότερες δραστηριότητες μέσα στον έναν και μοναδικό χρόνο που μάς έχει παραχωρηθεί.
Από την άποψη αυτή, η επιχείρηση, ως κύτταρο παραγωγής πλούτου, έπαιζε και παίζει τεράστιο ρόλο στην τέχνη του χρόνου τον οποίον κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει υιοθετήσει. Διότι, άθελά της, δημιούργησε και το άγχος του χρόνου, έννοια πολύπλοκη και σημαντική, αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης και των ποικίλων συνεπειών της. Το πρώτο άγχος γεννήθηκε από το πρώτο ραντεβού: το ραντεβού για μιαν εξωτερική εργασία. Όταν η δημιουργία των εργοστασίων και των ορυχείων μετατρέπει τα παιδιά των χωρικών σε εργάτες, πρέπει να βγουν από το σπίτι τους κάθε πρωί για να βρεθούν σε καθορισμένη ώρα –αν όχι, αυτό σημαίνει απώλεια της εργασίας– μπροστά στην καγκελόπορτα ενός αφεντικού.
Πρώτο θεμελιώδες ρήγμα στον καθρέφτη του φυσικού χρόνου, είναι η είσοδος και η έξοδος του εργοστασίου που ρυθμίζει τις ημέρες, περισσότερο από ό,τι το φως του ήλιου. Επιπλέον, ανάμεσα στην είσοδο και στην έξοδο, απαγορεύεται να ξέρουν την ώρα, άρα να φορούν ρολόϊ. Έτσι, το αφεντικό παραμένει μόνος κύριος της ουσιαστικής διάρκειας της ημέρας που επιβάλλει στους εργαζόμενούς του. Μέσα σε μερικές δεκαετίες, ο κατακερματισμός της ζωής από το ωράριο επιταχύνθηκε. Έπρεπε να αυξηθεί η παραγωγή.
Το ρολόϊ τοίχου στους τόπους εργασίας δίνει την θέση του στο χρονόμετρο. Επειδή ο μισθωτός δεν κατασκευάζει πλέον ο ίδιος τις τροφές ή τα ρούχα του, οφείλει να προσαρμόζεται στις ώρες διαθεσιμότητας εκείνων που τα πωλούν. Όταν, επιτέλους, πολύ αργότερα, μπορεί να εισάγει μέσα ψυχαγωγίας στην ζωή του, πρέπει να είναι πάλι στην ώρα του για την έναρξη της παράστασης ή της εκπομπής. Έτσι, χωρίς καν να το αντιληφθεί, ο πολιτισμένος άνθρωπος ξαναβρίσκεται δεμένος σε μία πολλαπλότητα λεπτότατων δεσμών, που κανένας από μόνος του δεν είναι αρκετά ισχυρός για να τον ακινητοποιήσει, αλλά που όλοι μαζί τού στερούν την ελευθερία κινήσεων.
Κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου, νέα δεδομένα ανατρέπουν την φιλοσοφία του χρόνου. Οι μεταφορές, τα ρολόγια, το αυτοκίνητο, οι φούρνοι μικροκυμάτων, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, τα υπερμάρκετ, οι νέες μορφές ψυχαγωγίας και άλλα πολλά, έχουν δημιουργήσει ένα νέο πλέγμα χρήσεως του χρόνου,το οποίο οι επιχειρήσεις είναι ανάγκη να προβάλλουν στους ανθρώπους τους. Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν μία θεωρία της τέχνης. Έψαχναν να βρουν τις αιτίες και τους κανόνες αυτών των σπάνιων ανθρώπινων δημιουργημάτων, που η επαφή τους βοηθά στην πρόοδο της εσωτερικής μας συνοχής. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία πέντε στοιχεία: τάξη, ισορροπία, αντίθεση, ενότητα και αρμονία.
Η σπουδαιότητά τους δεν επηρεάστηκε καθόλου από τον ερχομό του τεχνικού πολιτισμού. Είναι άραγε κάτι διαφορετικό από την έκφραση των δικών μας βαθύτερων ροπών, των πηγών της ικανοποίησής μας; Πρέπει, λοιπόν, να εφαρμόζονται και στον δικό μας τρόπο ζωής τόσο καλά όσο και στην ζωοφόρο του Παρθενώνα; Αν ο όρος «τέχνη του χρόνου» δεν αποτελεί μία κενή διατύπωση, είναι επειδή μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα μεταθέσουμε στον χρόνο αυτές τις πέντε ιδιότητες και θα φροντίσουμε να τις οικειοποιηθούμε.
Η τέχνη του χρόνου είναι, επίσης, το πρώτο στάδιο προς την τέχνη του ζην, πράγμα που συνεπάγεται, εκτός των όσων επικαλεστήκαμε, και την εκπλήρωση των σχεδίων μας. Από την στιγμή που κατακτούμε μία, ατελή έστω, κυριαρχία του χρόνου, οι πιθανότητες πραγματοποίησής τους αυξάνονται αμέσως. Η πειθαρχία που χρειάζεται για να φθάσουμε σε αυτή την κατάκτηση, θα μάς φανεί στην αρχή καταναγκαστική. Όμως, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε. Πρόκειται απλώς για στάδιο μεταβατικό και αξίζει πράγματι τον κόπο. Σημαντικά, στο επίπεδο αυτό, είναι και τα βιβλία του πολιτικού μηχανικού κ. Γιάννη Μπαδογιαννάκη, κυρίως δε το τελευταίο, με τίτλο «Ο καθένας με τον χρόνο του» (εκδ. Καστανιώτη).
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου Πηγή europeanbusiness.gr