Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης κάνοντας έναν απολογισμό και μία πρώτη αποτίμηση της φετινής Πασχαλινής αγοράς, επισημαίνει τα εξής:
Παρά την καταρχήν συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς στο E.G. της 7ης Απριλίου στη Μάλτα, η αναβλητικότητα και η εξάμηνη καθυστέρηση της αξιολόγησης έχει δημιουργήσει μία έντονη αβεβαιότητα και μία μόνιμη ανασφάλεια στην αγορά. Η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει εγκλωβιστεί σε μια αναμονή εξελίξεων και υπολειτουργεί επικίνδυνα. Ο τζίρος μειώνεται συνεχώς, μαζί με τη ρευστότητα και τις καταθέσεις, ενώ διαρκώς αυξάνονται κόκκινα δάνεια και ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Έτσι, σε μια βαριά τραυματισμένη πραγματική οικονομία είναι δύσκολο να επέλθουν θεαματικές βελτιωτικές αλλαγές σε μικρό χρονικό διάστημα. Η πασχαλινή περίοδος, ως γνωστό, ήταν μικρής διάρκειας και έντασης και δεν μπόρεσε εκ των πραγμάτων να επουλώσει παλιές και νέες πληγές. Όπως ήταν, λοιπόν, λίγο πολύ αναμενόμενο, ούτε το φετινό Πάσχα έφερε την Ανάσταση της πολυπαθούς ελληνικής αγοράς.
Το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς έχει πλέον οριστικά χαθεί και ενδέχεται να χαθεί οικονομικά και το επόμενο, εάν δεν κλείσει η αξιολόγηση σύντομα και πριν την έναρξη της θερινής τουριστικής περιόδου. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής το νεκρό διάστημα από την αρχή του χρόνου μέχρι σήμερα είναι αρκετό για να εντείνει την ύφεση που παρουσιάστηκε στο τέλος του 2016, αλλά και να μεταβάλει τον στόχο για ανάπτυξη 2,7%, σε αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ 0,5% και 1,5%, ανάλογα με το πότε θα κλείσει οριστικά η αξιολόγηση. Είναι σαφές ότι η παρατεταμένη διαπραγμάτευση έχει «φορτώσει» όλη την αγορά με άγχος, αφού οι επιπτώσεις τής καθυστέρησης αποτυπώνονται στο αρνητικό ισοζύγιο εγγράφων-διαγραφών του ΓΕ.ΜΗ, την αναλογία προσλήψεων-αποχωρήσεων με λιγότερες θέσεις πλήρους απασχόλησης, στη μεγάλη πτώση της κατανάλωσης το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, όπου η εκπτωτική περίοδος έκλεισε με μείωση -20% σε σύγκριση με το 2016, ποσοστό που δυστυχώς μας επέστρεψε στα επίπεδα της χειμερινής περιόδου 2012-13. Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε σημαντικά στις 92,9 από τις 95,1 μονάδες, επιστρέφοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε στις αρχές του 2016, ενώ ο όγκος πωλήσεων στα τρόφιμα μειώθηκε κατά -9,8%. Βέβαια, πέρα από τους αριθμούς, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα της δύσκολης καθημερινότητας, που έχει παγιωθεί στους Μμε επιχειρηματίες και υπονομεύει επικίνδυνα τη βιωσιμότητά μας.
Από την αρχή τού έτους ο κύκλος και ο όγκος εργασιών στο ελληνικό εμπόριο κινείται πτωτικά σε πολλούς υποκλάδους του λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Η μείωση του τζίρου στα καταστήματα τροφίμων, ποτών και καπνού υπολογίζεται σε 9-10%, στα πολυκαταστήματα 8-9%, στα καταστήματα ηλεκτρικών, επίπλων και οικιακού εξοπλισμού 5-6%, στα καταστήματα καλλυντικών και φαρμακευτικών 3-4%. Στα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης μετά τις εκπτώσεις η κίνηση χαρακτηρίζεται υποτονική με τους καταναλωτές αδιάφορους και τη μείωση να ξεπερνά κατά πολύ το 10%. Οι πίνακες μεταβολών στους τζίρους του Απριλίου σε βασικούς υποκλάδους του λιανικού εμπορίου, δείχνει τον γενικό δείκτη κύκλου εργασιών στο -32% από το 2009 μέχρι σήμερα. Δεν υπήρξε ούτε φέτος, κάποια σοβαρή ένδειξη ότι τον Απρίλιο του 2017 θα μπορούσε κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο για το λιανικό εμπόριο. Η ετήσια μείωση του τζίρου το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου του 2017 εκτιμάται μεταξύ 4-5% σε σύγκριση με το 2016, που σημαίνει ότι οι απώλειες στις πωλήσεις της πασχαλινής αγοράς φέτος, υπολογίζονται σε περίπου 130 εκατ. ευρώ λιγότερα από πέρυσι, κάτι που επιβεβαιώνει ότι η αγορά θα συνεχίσει και μετά το Πάσχα να ανεβαίνει τον δικό της Γολγοθά.
Είναι παρήγορο, πάντως, ότι σε γενικές γραμμές οι τιμές των τροφίμων παραμένουν γενικά σταθερές σε σύγκριση με πέρυσι, παρά την επανεμφάνιση, μετά από χρόνια του πληθωρισμού με αύξηση 1,7% τον Μάρτιο. Κάθε Πάσχα λόγω του εθίμου «σπάζουν» πάνω από 200 εκατ. αβγά, «λιώνουν» περισσότερες από τρία εκατομμύρια λαμπάδες και καταναλώνονται περισσότερα από δύο εκατομμύρια σοκολατένια αβγά. Πρόκειται για το 10% της ετήσιας κατανάλωσης αβγών ελληνικής παραγωγής, που ευτυχώς λόγω της παράδοσης, συντηρείται κάθε χρόνο σταθερή.
Όπως, βεβαίως, είναι αντιληπτό σε όλους, δεν προέκυψε κανένα οικονομικό θαύμα κατά τη διάρκεια της φετινής πασχαλινής περιόδου, αφού από την αρχή του χρόνου η αγορά διακατέχεται από ένα αρνητικό καταναλωτικό κλίμα, πληρώνοντας έτσι για άλλη μία φορά πολύ ακριβά το κόστος των καθυστερήσεων. Ωστόσο, δύο παράμετροι μοιάζει να άμβλυναν την εικόνα αυτή: η αύξηση των εισπράξεων μετά τη καταβολή των 840 εκ. του δώρου Πάσχα στον ιδιωτικό τομέα και η «εισαγόμενη» κατανάλωση. Το γεγονός ότι φέτος το Καθολικό συνέπεσε με το Ορθόδοξο Πάσχα, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί δημοφιλείς προορισμοί να επωφεληθούν το πλεονέκτημα της «εισαγόμενης» κατανάλωσης από ξένους τουρίστες. Όμως, οι Έλληνες καταναλωτές εξακολουθούν να παραμένουν αδύναμοι, συγκρατημένοι και φοβισμένοι, ακόμα και μετά τα νέα τής προσυμφωνίας της Μάλτας. Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης τον Μάιο, η «οικονομική ανάσταση» της ελληνικής αγοράς θα αργήσει να έρθει, παρά την έναρξη της πολλά υποσχόμενης θερινής τουριστικής περιόδου.