Ακολουθεί άρθρο-παρέμβαση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Βασ. Αλεξανδρή, στο capital.gr για την υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα.
>>>•<<<
Του Βασίλη E. Αλεξανδρή
Η υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας αποτελεί διαχρονικά για τις κυβερνήσεις προσφιλές εισπρακτικό μέτρο. Η ακίνητη περιουσία εξορισμού δεν μπορεί να αποκρυβεί. Γι’ αυτό επιλέγεται κατά προτεραιότητα να τροφοδοτήσει τον εισπρακτικό μηχανισμό του κράτους.
ΦΜΑΠ, ΕΕΤΗΔΕ, ΕΝΦΙΑ, συμπληρωματικός φόρος ακινήτων, και πάλι (;) ΦΜΑΠ: οι μεταμορφώσεις είναι οβιδιακές.
Όμως, η μεταβαλλόμενη ονομασία δεν αγγίζει τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της φορολογικής επιδρομής στα ακίνητα:
- την φορολογική επιβάρυνση, και της απρόσοδης ακόμη ακίνητης περιουσίας, κατά πλήρη παραγνώριση της οικονομικής δυνατότητας του φορολογούμενου, και
- την πλασματική φορολόγηση, κατά πλήρη παραγνώριση της πραγματικής, αγοραίας αξίας της ακίνητης περιουσίας.
Οι αυξημένες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου, σε περιβάλλον οικονομικής κρίσης και καθεστώς εξωτερικής δημοσιονομικής εποπτείας, καθορίζουν απροκάλυπτα, όχι μόνο τα πολιτικά κριτήρια των κυβερνητικών αποφάσεων, αλλά και τα αξιολογικά κριτήρια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μολαταύτα, το ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο, με σειρά πρόσφατων αποφάσεών του, έχει αποδοκιμάσει τη διαχρονική αδυναμία ή απροθυμία της εκτελεστικής εξουσίας να προσδιορίσει την αντικειμενική αξία των ακινήτων -που αποτελεί βάση της οικείας φορολογικής επιβάρυνσης-,με τρόπο που να μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία –και όχι φαντασιακή- αξία των ακινήτων (ΣτΕΟλ. 4003/2014, 4446/2015, ΣτΕ Β’ Τμ. 2333-2337/2016, 170-171/2017, 683/2017).
Η εξελικτική πορεία της νομολογίας και των διοικητικών αντιδράσεων είναι ενδεικτική: Με την 4003/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η Διοίκηση είχε παραλείψει παρανόμως να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Το Δικαστήριο, έκρινε, μάλιστα, ότι έπρεπε, αντί να ακυρώσει την εν λόγω παράλειψη της Διοίκησης αναδρομικά από τη συντέλεσή της, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να χορηγήσει στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια.
Ακολούθως, και δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, από τη Διοίκηση απόφαση περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, η Ολομέλεια, με την 4446/2015 απόφασή της, ακύρωσε την ως άνω παράλειψη της Διοίκησης και όρισε την 21.5.2015 ως χρονικό σημείο έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος και της ουσιαστικής ισχύος της πράξης που έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση. Κατόπιν τούτων, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών από 26.11.2015 συγκροτήθηκαν οι επιτροπές του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 με σκοπό την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών. Οι επιτροπές δεν διατύπωσαν εξατομικευμένη κρίση, με παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με καθεμία ζώνη. Αντιθέτως, συνέταξαν πίνακες με ομάδες τιμών ζώνης και προτάθηκε ποσοστό μεταβολής συνολικά για τις τιμές ζώνης κάθε ομάδας.
Ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, τελικώς, προέβη συλλήβδην σε οριζόντια αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης στο σύνολο της επικράτειας, ορίζοντας τη νέα τιμή αναλόγως με το ποια ήταν η τιμή ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή. Το ΣτΕακύρωσε εκ νέου την απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι δεν υπήρξε εξατομικευμένη κρίση για τις επιμέρους ζώνες, με παράθεση των συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με την κάθε ζώνη, και δεν προέκυψε η εφαρμογή ορισμένης, οικονομετρικά άρτιας μεθοδολογίας προσδιορισμού των αντικειμενικών αξιών (ΣτΕ 2337/2016).
Όμως, σε ένα κράτος δικαίου, η εκτελεστική εξουσία οφείλει να συμμορφώνεται με τη δικαιοδοτική κρίση και όχι να αναλίσκει την εφευρετικότητά της στην επινόηση νέων τρόπων παράκαμψης των δικαστικών αποφάσεων.
Ατυχώς, στην ελληνική πραγματικότητα, στα χρόνια της ύφεσης, στα οποία ασφαλώς δοκιμάζεται η διάκριση και ο αμοιβαίος σεβασμός των εξουσιών, η εκτελεστική εξουσία αρέσκεται στο τέχνασμα της θεσμικής υποκατάστασης. Έτσι, όταν η συγκεκριμένη νομοθετική έκφραση ενός θεσμού κρίνεται αντισυνταγματική από τη δικαιοσύνη, αντί να διορθωθούν οι συνταγματικές πλημμέλειες, καταβάλλεται προσπάθεια να αντικατασταθεί ο θεσμός κατ’ όνομα, χωρίς να αίρονται οι αδικίες που είχαν επισημανθεί δικαστικώς. Το ίδιο ακολουθήθηκε με τον ασφαλιστικό νόμο 4387/2016, ο οποίος δια του καθολικού επανυπολογισμού των συντάξεων επεδίωξε να αντιπαρέλθει την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών του ν. 4093/2012 (ΣτΕΟλ. 2287/2015).
Την ίδια μέθοδο φαίνεται ότι επιχειρεί να μετέλθει και τώρα η κυβέρνηση προκειμένου να παρακάμψει την υποχρέωση επί έλαττον προσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στα πραγματικά μεγέθη της καθημαγμένης αγοράς ακινήτων. Άραγε, μπορεί να φιλοδοξεί βάσιμα ότι με την υποκατάσταση του φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας στην θέση του ΕΝΦΙΑ, με την καθιέρωση οικογενειακής βάσης υπολογισμού του φόρου, και με τη μετακύλιση του βάρους στη μεσαία και μεγάλη ακίνητη περιουσία, θα βρει την πολυπόθητη διέξοδο από τις συνταγματικές συμπληγάδες που έθεσε με την απόφασή του το ΣτΕ;
Δεν είναι προφανές ότι υποβόσκει η ιδεοληπτική αντιμετώπιση της δικαστικής κρίσης ως “θεσμικού εμποδίου” στις κυβερνητικές επιδιώξεις που υποτίθεται ότι έχουν προστατευτικό ταξικό πρόσημο;
Το πρόβλημα όμως δεν είναι η διγλωσσία του κυβερνητικού συνασπισμού, που ενώ υποσχόταν κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, συντηρεί και επαυξάνει-ιδίως μέσω του συμπληρωματικού φόρου (βλ. άρθρο 50 Ν. 4389/2016)- την σχετική επιβάρυνση. Το πρόβλημα είναι ότι η εξαγγελλόμενη κοινωνική στόχευση της κυβερνητικής στάσης είναι απολύτως αναντίστοιχη με την οικονομική πραγματικότητα.
Μπορεί ο ΕΝΦΙΑ να αποτελεί προσωρινό δημοσιονομικό σωσίβιο, αλλά για τον φορολογούμενο αποτελεί οριστικά αγχόνη. Και τούτο παράγει μία σειρά από δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις, που τελικώς πλήττουν και τα κρατικά έσοδα και τους πιο αδύναμους οικονομικά. Διότι όσο φορολογείται η απρόσοδη ακίνητη περιουσία κι όσο η βάση επιβολής του φόρου παραμένει πλασματική -χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση με την πραγματική αξία των ακινήτων-, η αγορά ακινήτων και η επιχειρηματική δραστηριότητα στον κατασκευαστικό κλάδο καταδικάζονται σε μαρασμό. Τα αποτελέσματα είναι προφανή: η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης, η πτώση της αξίας των ακινήτων, η ανυπαρξία επενδύσεων σε ακίνητα, η καθίζηση των αντίστοιχων φορολογικών εσόδων, και η αύξηση της ανεργίας στον κατασκευαστικό κλάδο, με ό,τι αυτό σημαίνει για την απώλεια πόρων του ασφαλιστικού συστήματος και την αύξηση των κρατικών δαπανών (π.χ. για επιδόματα ανεργίας).
Η θεσμικά συνεπής και οικονομικά ρεαλιστική διέξοδος προϋποθέτει καταρχάς την άμεση αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών με βάση τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς. Τούτο υποδεικνύουν μετ’ επιτάσεως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Περαιτέρω, προέχει η ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας και των επενδύσεων στον χώρο τον κατασκευών, και των ακινήτων εν γένει. Για να καταστεί αυτό εφικτό η φορολογία πρέπει να χρησιμοποιείται ως κίνητρο, και όχι ως αντικίνητρο, οικονομικής δραστηριότητας. Η συστηματική οικονομική εξόντωση των ιδιοκτητών ακινήτων θα έχει ως συνέπεια: πρώτον την απονέκρωση της διάχυτης, μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, που αποτέλεσε, ιστορικά, κοινωνικό δίχτυ προστασίας στην Ελλάδα, και δεύτερον την υπερσυγκέντρωση της ακίνητης περιουσίας στα χέρια μιας νέας οικονομικής ολιγαρχίας, η οποία θα κερδοσκοπεί πανηγυρικά με την κρατική ευλογία.