Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Β. Κορκίδης από τη θέση του αντιπροέδρου της UEAPME και με την ευκαιρία του Δ.Σ. της UEAPME που πραγματοποιείται σήμερα και αύριο στις Βρυξέλλες υποστήριξε για λογαριασμό της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας την κοινή δήλωση των ευρωπαίων εργοδοτών. Η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας ως ένας εθνικός και θεσμοθετημένος κοινωνικός εταίρος, και μέλος της UEAPME & της Eurocommerce προσυπογράφει την κοινή δήλωση των Ευρωπαίων εργοδοτών. Η ΕΣΕΕ διαβίβασε την πρωτότυπη δήλωση των ευρωπαίων εργοδοτών στον Πρωθυπουργό, στα αρμόδια Υπουργεία, στα πολιτικά κόμματα, και στους Θεσμούς, με την ελπίδα ότι θα συμβάλλει στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με τα περισσότερα οφέλη για την ελληνική πλευρά.
Οι Ευρωπαίοι Εργοδότες εκφράζουν για άλλη μια φορά την πλήρη υποστήριξή τους στην Ε.Ε. και στην Ενιαία αγορά, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης και να συμβάλλουν έτσι στην κοινωνική πρόοδο στην Ευρώπη. Μάλιστα, καθιστά σαφές ότι στον τομέα των κοινωνικών υποθέσεων, με βάση τη Συνθήκη της ΕΕ, οι δράσεις της ΕΕ μπορούν μόνο να συμπληρώνουν τα κράτη-μέλη στην ευθύνη τους να διαμορφώνουν την κοινωνική πολιτική, να ρυθμίζουν τις αγορές εργασίας και να σχεδιάζουν και να διαχειρίζονται εθνικά κοινωνικά συστήματα. Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων θα πρέπει να σέβεται αυτή τη κατανομή ευθυνών.
Οι οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. είναι αλληλένδετες και απαιτείται ολοκληρωμένη δράση σε όλα τα επίπεδα. Ωστόσο, οι προκλήσεις αυτές θα αντιμετωπιστούν καλύτερα μόνο μέσω οικονομικής ανάπτυξης, με τη δημιουργία νέου πλούτου και με επέκταση της απασχόλησης. Οι συνθήκες-πλαίσιο για τις επιχειρήσεις πρέπει να βελτιωθούν και οι αδυναμίες στις εθνικές αγορές εργασίας πρέπει να αντιμετωπιστούν καταλλήλως για την επίτευξη καλύτερων κοινωνικών αποτελεσμάτων στην ΕΕ. Η Ένωση, τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να εργαστούν από κοινού για την υποστήριξη των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
Το πλήρες περιεχόμενο της Κοινής Δήλωσης των Ευρωπαίων Εργοδοτών έχει ως εξής:
«Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας για τη στήριξη της κοινωνικής διάστασης της Ευρώπης»
Βρυξέλλες – Ιανουάριος 2017
Οι Ευρωπαίοι εργοδότες και οι κορυφαίες οργανώσεις τους πιστεύουν ακράδαντα στην ΕΕ και στο βασικό της πυλώνα, την Ενιαία Αγορά, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν, να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης και να συμβάλλουν έτσι στην κοινωνική πρόοδο στην Ευρώπη. Στον τομέα των κοινωνικών υποθέσεων, η Συνθήκη της ΕΕ καθιστά σαφές ότι οι δράσεις της ΕΕ μπορούν μόνο να συμπληρώνουν τα κράτη μέλη στην ευθύνη τους να διαμορφώνουν την κοινωνική πολιτική, να ρυθμίζουν τις αγορές εργασίας και να σχεδιάζουν και να διαχειρίζονται εθνικά κοινωνικά συστήματα. Ο ευρωπαϊκός πυλώνας κοινωνικών δικαιωμάτων θα πρέπει να σέβεται αυτή τη κατανομή ευθυνών.
Οι επιχειρήσεις είναι ουσιαστικά εκείνες που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της ευημερίας των Ευρωπαίων πολιτών. Κάθε επένδυση στην Ευρώπη, παράγει περισσότερη ανάπτυξη και δημιουργεί θέσεις εργασίας. Για να γίνει αυτό, πρέπει οι επιχειρήσεις να είναι ανταγωνιστικές και να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον φιλικό προς το επιχειρείν, με ιδιαίτερα αποδοτικές υπηρεσίες γενικού συμφέροντος. Οι ειδικές ανάγκες των ΜμΕ πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη. Ως εκ τούτου, η θέσπιση αυστηρότερων νόμων εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης θα ήταν λανθασμένη προσέγγιση.
Η Ευρώπη ξεχωρίζει παγκοσμίως ως η περιοχή με τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Γενικά, και παρά τις διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της, η ΕΕ είναι η περιοχή με τα πιο ανεπτυγμένα κοινωνικά συστήματά σε παγκόσμια σύγκριση. Ενώ η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 7% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το μερίδιό της σε παγκόσμιο επίπεδο δημόσιων δαπανών για κοινωνικές παροχές είναι περίπου 40%.
Οι οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της Ευρώπης είναι αλληλένδετες και απαιτούν ολοκληρωμένη δράση σε όλα τα επίπεδα. Η επιμονή των κοινωνικών προβλημάτων στην Ευρώπη δεν οφείλεται σε έλλειψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής, αλλά σε έλλειψη της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας. Ως εκ τούτου, η εστίαση αποκλειστικά στα κοινωνικά δικαιώματα στον προτεινόμενο πυλώνα της Επιτροπής δεν είναι η σωστή προσέγγιση. Οι κοινωνικές προκλήσεις θα αντιμετωπιστούν μόνο μέσω οικονομικής ανάπτυξης, με τη δημιουργία νέου πλούτου και με επέκταση της απασχόλησης. Η κοινωνική εταιρική σχέση πρέπει να είναι σεβαστή και να προωθείται ως ένα θεμελιώδες μέρος της πολιτικής επίτευξης αυτών των στόχων
Οι δυσκολίες για την επίτευξη της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια μπορεί σε μεγάλο βαθμό να εξηγηθεί από την ανεπαρκή εφαρμογή εθνικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Οι συνθήκες-πλαίσιο για τις επιχειρήσεις πρέπει να βελτιωθούν και οι αδυναμίες στις εθνικές αγορές εργασίας πρέπει να αντιμετωπιστούν καταλλήλως για την επίτευξη καλύτερων κοινωνικών αποτελεσμάτων στην ΕΕ. Αναφορικά με τη νομοθεσία της ΕΕ, είναι απαραίτητο αυτή να επικεντρωθεί στην ορθή εκτέλεση και την εφαρμογή της ισχύουσας κοινωνικής νομοθεσίας, αντί στη συνεχή παραγωγή αναθεωρήσεων. Οι νέες πρωτοβουλίες μπορεί να προκαλέσουν αβεβαιότητες για τις επιχειρήσεις σχετικά με τους κανόνες που θα εφαρμοστούν στο μέλλον και να υπονομεύσουν έτσι τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πρέπει επίσης να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών τους. Οι Ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες, η ρύθμιση του τραπεζικού τομέα, καθώς και οι επενδυτικές πολιτικές θα πρέπει να αποσκοπούν στην προώθηση φιλο-αναπτυξιακής δημοσιονομικής εξυγίανσης. Επιπλέον θα πρέπει να επιτρέπουν επαρκείς δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που θα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών σε, μεταφορές και ενέργεια αλλά και στην, εκπαίδευση.
Οι Ευρωπαίοι εργοδότες υποστηρίζουν πλήρως τον στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εργαστεί για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση και τη σταθερότητα των τιμών, μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο. Υπογραμμίζουν ότι, για να είναι βιώσιμη, τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει συνεχώς να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες. Ως παράδειγμα μιας τέτοιας πολιτικής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η αλλαγή ή αναβάθμιση των δεξιοτήτων, εκείνων που θα επηρεαστούν από την ψηφιοποίηση. Οι προκλήσεις που απορρέουν από νέα επιχειρηματικά μοντέλα και μορφές εργασίας σε μια ολοένα και περισσότερο ψηφιακή οικονομία προσφέρει την ευκαιρία αναθεώρησης και βελτίωσης του τρόπου που διοργανώνονται σε εθνικό επίπεδο οι αγορές εργασίας και τα κοινωνικά συστήματα
Οι Ευρωπαίοι εργοδότες στηρίζουν τις προσπάθειες της ΕΕ για την ενίσχυση του συντονισμού των εθνικών πολιτικών για τη βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης στα κράτη μέλη, και υποστηρίζουν τη σταδιακή σύγκλιση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας σε όλη την Ευρώπη. Η Διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου θα πρέπει να παραμείνει το κύριο όχημα πολιτικής στην πρόοδο για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της Ευρώπης από την άποψη της οικονομίας, ως μέρος μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Η ΕΕ, τα κράτη μέλη και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να εργαστούν από κοινού για την υποστήριξη των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων. Ιδίως σε ορισμένες χώρες απαιτείται πρόοδος. Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της ιδιοκτησίας και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην εθνική αγορά εργασίας. Σε αυτό, πρέπει να τηρούνται οι αρμοδιότητες της ΕΕ για τα κράτη μέλη και η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων. Αυτό σημαίνει ότι η αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τη Συνθήκη, πρέπει να είναι στο επίκεντρο της πολιτικής.
Όσον αφορά τις εργασίες που προβλέπονται σχετικά με την βελτίωση των κοινωνικών δικαιωμάτων του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού πυλώνα, , θα πρέπει να υλοποιηθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, χωρίς να δημιουργηθεί ένα παράλληλο σύστημα. Αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι η αναπαραγωγή των υφιστάμενων δεικτών, όπως η κάρτα επιδόσεων βασικών δεικτών απασχόλησης και άλλων κοινωνικών μεγεθών. Τα καλά σχεδιασμένα σημεία αναφοράς μπορεί να λειτουργήσουν ως πυξίδα για τις απαραίτητες εθνικές μεταρρυθμίσεις με στόχο να αυξήσουν τις επιδόσεις των αγορών εργασίας και των κοινωνικών συστημάτων. Μια τέτοια πολιτική πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όπου είναι σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο. Πρέπει να υπάρξει σαφής καθορισμός των προτεραιοτήτων για τα θέματα που καλύπτονται, εστιάζοντας σε αυτά που θα έχουν θετικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα, στην απασχόληση, στη βιωσιμότητα και στην επάρκεια των κοινωνικών συστημάτων. Αυτή η πολιτική πρέπει να είναι μια κοινή προσπάθεια από το Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους. Η συγκριτική αξιολόγηση θα πρέπει να σέβεται επίσης πλήρως τα όρια των αρμοδιοτήτων της ΕΕ και την αρχή της επικουρικότητας σύμφωνα με τη Συνθήκη, καθώς και την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων στα κράτη-μέλη και να σέβεται πλήρως τις εθνικές δομές ρύθμισης του μισθού.»