Ακολουθεί άρθρο του Γενικού Διευθυντή του ΣΕΒ, κ. Άκη Σκέρτσου στο Euro2day, με θέμα: «Κόκκινα δάνεια και πτωχευτικό δίκαιο: «δεύτερη ευκαιρία» ή αργός θάνατος;»
>>>•<<<
Η κληρονομιά της κρίσης αφήνει πίσω της 100 δις ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια εκ των οποίων τα μισά είναι επιχειρηματικά. Επιπλέον, σύμφωνα με τον «ΣΦΥΓΜΟ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ», την έρευνα του ΣΕΒ που δημοσιεύσαμε πριν λίγους μήνες, τα 2/3 των επιχειρήσεων δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους υποχρεώσεις και το 1/3 είναι στο κόκκινο. Το παράδοξο είναι ότι παρά την γενικευμένη επιχειρηματική δυσπραγία οι πτωχεύσεις άγγιξαν μετά βίας τις 200 το 2015. Δηλαδή, ενώ τα κόκκινα δάνεια και οι προβλέψεις των τραπεζών γι’ αυτά αυξάνονται και ~200.000 επιχειρήσεις είναι στο κόκκινο, μόλις 200 επιχειρήσεις πτωχεύουν ετησίως. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις-ζόμπυ που ούτε κλείνουν ούτε και αναπτύσσονται. Αντίθετα, εξακολουθούν να λειτουργούν υποτυπωδώς, ανακυκλώνοντας ή και διευρύνοντας οφειλές που δεν θα μπορέσουν ποτέ πλήρως να εξοφλήσουν.
Τα στοιχεία αυτά μας οδηγούν βάσιμα στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πρόβλημα στους κανόνες που διέπουν τις πτωχευτικές διαδικασίες αλλά και τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Τι σημαίνει αυτό για την χώρα και την οικονομία με τη σειρά του; Σημαίνει μεγέθυνση της παραοικονομίας, περισσότερη αδήλωτη εργασία και σταδιακή απομείωση της επιχειρηματικής αξίας έως την πλήρη απαξίωση κεφαλαίων και αξιών. Οι επιχειρήσεις αυτές οδηγούνται σε πολλές περιπτώσεις στο δρόμο της παραβατικότητας, που με τη σειρά της οδηγεί σε λιγότερα έσοδα για ασφαλιστικά ταμεία και κράτος και κατά συνέπεια σε υπερφορολόγηση των όλο και λιγότερων συνεπών ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού. Πρόκειται για μια αδιέξοδη κατάσταση που απαιτεί αλλαγή υποδείγματος γύρω από τον κύκλο ζωής της επιχείρησης στην έναρξη, τη λειτουργία αλλά και την πτώχευση που μας απασχολεί εδώ.
Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαίο να ανοίξουμε τη συζήτηση για την απενοχοποίηση της επιχειρηματικής αποτυχίας και το δικαίωμα στη δεύτερη ευκαιρία. Σε όλες τις ώριμες οικονομίες, υπάρχουν κανόνες που προβλέπουν την αναδιάρθρωση ή πτώχευση επιχειρήσεων μέσα από γρήγορες διαδικασίες, ώστε να μην χάνεται επιχειρηματική αξία, να γίνονται γρήγορα μεταβιβάσεις αλλά ακόμη και όταν αποτυγχάνει ένας επιχειρηματίας, που αποδεδειγμένα δεν ήταν δόλιος, δηλαδή δεν εξαπάτησε αγορά και κράτος, να μπορεί να επιχειρήσει ξανά. Στην Ελλάδα αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό πρακτικά αδύνατο. Θα σταθώ σε 4 προβλήματα της ελληνικής περίπτωσης.
Το πρώτο πρόβλημα αφορά στην ποινικοποίηση των ευθυνών που βαραίνουν τα χρέη ή ακόμη και λογιστικές διαφορές προς εφορία, ταμεία κλπ. Οι δρακόντειοι ισχύοντες κανόνες αφήνουν ένα στίγμα που δυσχεραίνει την επανένταξη επιχειρηματιών και στελεχών στην οικονομική ζωή. Με την αυστηρότητα που διέπει την αλληλέγγυα ευθύνη μετόχων και στελεχών ΔΣ μιας επιχείρησης έχουμε ουσιαστικά καταλύσει το νομικό πυλώνα της ελεύθερης οικονομίας, την Ανώνυμη Εταιρία. Σε μια χώρα δηλαδή που έχουμε ανάγκη από περισσότερες οργανωμένες επιχειρήσεις που θα έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, δημιουργήσαμε τέτοια ρυθμιστικά βάρη και κυρώσεις που αποτρέπουν τους επιχειρηματίες να επενδύσουν σε αυτές τις μορφές οργανωμένης επιχείρησης ή ακόμη και να μπουν στη διάσωση μιας ανώνυμης επιχείρησης με βάρη. Είναι κρίσιμο συνεπώς να επανέλθει στην ελληνική έννομη τάξη η έννοια της περιορισμένης ευθύνης και η ύπαρξη επαρκώς τεκμηριωμένου δόλου ή αμέλειας για την κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου.
Το δεύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στις πτωχευτικές διαδικασίες. Στο ισχύον προ-πτωχευτικό και πτωχευτικό δίκαιο δεν υπάρχει ένα συνεκτικό πλαίσιο που να συνδέει όλες τις διαδρομές εξυγίανσης και πτώχευσης μιας επιχείρησης με σαφή και αυστηρά στάδια που να οδηγούν αυτόματα την υπό πτώχευση επιχείρηση από τη μια διαδρομή στην επόμενη. Χρειάζεται να υπάρξει σαφής ορισμός της «παύσης πληρωμών» και εκκίνηση όλων των διαδικασιών του Πτωχευτικού Κώδικα και προ-πτωχευτικού δικαίου με χρονικό ορόσημο την παύση πληρωμών. Για παράδειγμα, σε χώρες του εξωτερικού υπάρχουν αυστηρές προθεσμίες από το κράτος και τις ρυθμιστικές αρχές που αφορούν στην τύχη μιας επιχείρησης που σταματάει να ικανοποιεί τις υποχρεώσεις της προς το κράτος και τους πιστωτές της. Εδώ μια επιχείρηση μπορεί επί χρόνια να οφείλει, συσσωρεύοντας τεράστια χρέη –που δυσχεραίνουν την εξυγίανσή της- χωρίς να οδηγείται αυτόματα σε πτώχευση/λύση.
Το τρίτο πρόβλημα συνδέεται με τη βελτίωση του πλαισίου που διέπει την οριστική διαγραφή ανείσπρακτων απαιτήσεων του δημοσίου. Το ελληνικό δημόσιο πρέπει να διατηρεί στα βιβλία του μόνο εκείνες τις οφειλές που έχουν πιθανότητα να οδηγήσουν σε δημόσια έσοδα. Από τα περίπου 100 δις ανείσπρακτων οφειλών του Δημοσίου η συντριπτική πλειονότητα δεν είναι εισπράξιμη καθώς αφορούν επιχειρηματικούς σκελετούς. Το Δημόσιο και οι υπάλληλοί του πρέπει να αποκτήσουν τη νομική ασφάλεια αλλά και την υπευθυνότητα να προχωρούν σε διαγραφές οφειλών σε όλες τις διαδρομές του προπτωχευτικού/πτωχευτικού δικαίου όταν τεκμηριωμένα δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Τέλος, το τέταρτο πρόβλημα είναι οι στρεβλές φορολογικές διατάξεις που βαραίνουν τις υγιείς επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν μέρους του κόστους από τη διάσωση/πτώχευση μιας άλλης επιχείρησης. Σήμερα δεν προβλέπεται κάποιου είδους πίστωση φόρου για τον ΦΠΑ ή τον φόρο εισοδήματος που αντιστοιχεί στο μέρος ενός χρέους που διαγράφεται. Δηλαδή οι επιχειρήσεις καταγράφουν ως ζημιές φόρους που έχουν αποδώσει στην εφορία για υποχρεώσεις που έχουν διαγραφεί από τα βιβλία τους. Επιπλέον, η δεσμευτική προθεσμία της 5ετίας για την απόσβεση ζημιών αποτελεί ακόμη μια ελληνική πρωτοτυπία, τη στιγμή που η κρίση μετράει ήδη 9 χρόνια και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν τουλάχιστον διπλάσιο χρόνο απόσβεσης.
Στην Ελλάδα, η εν γένει ενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας, έχει οδηγήσει ως επακόλουθο στην ενοχοποίηση και της επιχειρηματικής αποτυχίας. Αντί να ενθαρρύνουμε τον επιχειρηματία να αναλαμβάνει ρίσκα, προσφέροντας την ευκαιρία να ξαναπροσπαθήσει ακόμη κι όταν αποτυγχάνει, εγκλωβίζουμε την επιχειρηματικότητα μέσα από την υπερφορολόγηση, τον ακριβό δανεισμό, τη γραφειοκρατία, την αργή δικαιοσύνη, σε μια κατάσταση αδράνειας. Αυτή κρατά την επιχείρηση στάσιμη στη ζώνη της παραοικονομίας, μη μπορώντας ούτε να μεγαλώσει ούτε όμως και να κλείσει. Η πτώχευση επιχειρήσεων είναι σίγουρα μια δυσάρεστη συζήτηση για όλους. Σήμερα όμως βρίσκεται στην πόρτα μας και πρέπει να τη διαχειριστούμε με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα. Μόνο έτσι θα μπορέσει η οικονομία να ανακάμψει με βιώσιμο τρόπο.