18 Ιουλίου 2024

Ολόκληρη η Ομιλία του Τσίπρα στην ΚΕ του Σύριζα

Ολόκληρη η Ομιλία του Τσίπρα στην ΚΕ του Σύριζα

Ακολουθεί η ομιλία του πρωθυπουργού, Αλ. Τσίπρα:

Σύντροφοι και Συντρόφισσες,

Συνεδριάζουμε σήμερα σε μια πυκνή περίοδο πολιτικών μαχών και εξελίξεων.
Η συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση με τους δανειστές για την πορεία υλοποίησης του Προγράμματος, η προσφυγική κρίση, αλλά και οι διεθνείς εξελίξεις, ιδιαίτερα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στη Γαλλία που συντάραξε το σύνολο της Ευρώπης, καθώς και η Ρωσο-Τουρκική διένεξη στη γειτονιά μας διαμορφώνουν ένα σύνθετο και ρευστό σκηνικό.

Είναι ακριβώς αυτό το σκηνικό, μέσα στο οποίο η Κυβέρνησή μας καταφέρνει να αναδειχτεί σε παράγοντα σταθερότητας, σημειώνοντας επιτυχίες στο εσωτερικό και αναλαμβάνοντας -στο μέτρο που της αναλογεί βεβαίως – ρόλο εξισορροπητικό διεθνώς, αλλά και διαμεσολαβητικό.

Η διεθνής θέση της χώρας μας, μετά από αρκετά χρόνια που η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο μιας οικονομικής κρίσης με όρους «μαύρου πρόβατου» στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, σταδιακά αναβαθμίζεται και με την ανάληψη πρωτοβουλιών που αξιοποιούν τη γεωπολιτική μας δυναμική αναλαμβάνουμε έναν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στη γειτονιά μας, ένα ρόλο και μια θέση δύναμης σταθερότητας που προωθεί την ειρήνη, τη συνεργασία, τον διάλογο στην ευρύτερη περιοχή, μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή θα έλεγα, αυτή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Από τη σύσφιξη των σχέσεων με την Αίγυπτο και την σταθεροποίηση της Τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, την ανάληψη πρωτοβουλιών για τη λύση του Παλαιστινιακού ζητήματος, καθώς η χώρα μας μπορεί να διατηρεί και να ενισχύει τις παραδοσιακά καλές σχέσεις με τις αραβικές χώρες, και ιδιαίτερα με τους Παλαιστινίους, αλλά ταυτόχρονα να βρίσκεται και σε θέσεις συνεργασίας με το Ισραήλ, μέχρι τον διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας που αναλάβαμε για τη διαχείριση του προσφυγικού προβλήματος, διότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να είναι απλά μια χώρα παρατηρητής μιας αναγκαίας διαδικασίας διαλόγου ανάμεσα στην Ευρώπη και την Τουρκία προκειμένου να μειωθούν οι ροές. Είναι η χώρα που πρέπει άμεσα να συνεννοηθεί με τους γείτονες και να βρούμε, να αναζητήσουμε λύσεις στα κοινά μας προβλήματα.

Η Ελλάδα, λοιπόν, με μια πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική και ταυτόχρονα με μια στρατηγική για την σταδιακή έξοδο από την κρίση και τη σταθεροποίηση στο εσωτερικό, έχει ήδη αρχίσει να μετατρέπεται, σταδιακά, από μέρος του προβλήματος και στις τρεις αυτές κρίσεις, την οικονομική, την προσφυγική και την κρίση ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, σε μέρος της λύσης. Καμία λύση δεν μπορεί να προχωρήσει εάν η Ελλάδα δεν λάβει ουσιαστικό μέρος στην προώθηση και την εφαρμογή σχεδίων επίλυσης. Και αυτό αναβαθμίζει τη δυναμική της χώρας, βεβαίως, επαναλαμβάνω, μέσα σε συνθήκες ευρύτερης αποσταθεροποίησης στην περιοχή.

Παρόλα αυτά δεν έχουμε την πολυτέλεια του εφησυχασμού.

Η διεθνής συγκυρία είναι εξαιρετικά σύνθετη και απρόβλεπτη και είμαστε υποχρεωμένοι ως χώρα, ως κυβέρνηση και ως κόμμα να είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση. Διότι εξακολουθούν να βρίσκονται στο τραπέζι σχέδια ακραίων πολιτικών κύκλων που θέλουν να αξιοποιήσουν αυτή την παγκόσμια αποσταθεροποίηση για τους δικούς τους σχεδιασμούς, προς το δικό τους όφελος.

Η πρόσφατη παραφιλολογία για την συνθήκη Σένγκεν και την έξοδο της Ελλάδας απ’ αυτήν, ήταν ακριβώς κομμάτι ενός τέτοιου σχεδιασμού.

Το δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι βρέθηκαν πολιτικές δυνάμεις αλλά και δημοσιογραφικά συγκροτήματα εντός της χώρας που, στο πάθος τους εναντίον της κυβέρνησης, και προκειμένου να αξιοποιήσουν το κάθε τι εναντίον της κυβέρνησης, αξιοποίησαν αυτή την παραφιλολογία, μη διστάζοντας να υπονομεύσουν τα ίδια τα συμφέροντα της χώρας.

Φαίνεται δεν τους έχει μείνει πλέον τίποτα άλλο παρά η ταύτιση με τους πιο αντιδραστικούς κύκλους της ευρωπαϊκής αλλά βεβαίως και της εγχώριας ολιγαρχίας, οι οποίοι φαίνεται να ανησυχούν από την πορεία σταθεροποίησης της χώρας και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Και, βεβαίως, είναι κατανοητό ότι έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν. Θα έλεγα ίσως δικαίως ανησυχούν, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα χάσουν ουσιαστικά τα προνόμια που είχαν κατακτήσει εντός της χώρας όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Η διάψευση, πάντως, των σεναρίων αυτών δεν ήρθε τελικά μόνο από την ελληνική κυβέρνηση. Ήρθε από την ίδια την Ευρώπη και μάλιστα με τον πιο πανηγυρικό τρόπο μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Υπουργών Εσωτερικών την προηγούμενη βδομάδα. Όχι μόνο διαψεύστηκαν τα περί εξόδου από την Σένγκεν, αλλά η χώρα μας, ο υπουργός μας Γιάννης Μουζάλας έλαβε συγχαρητήρια για τις προσπάθειες της χώρας, τις άοκνες προσπάθειες και της κυβέρνησης και των αρχών, κυρίως όμως των απλών πολιτών στα νησιά μας, για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης με ανθρωπιά αλλά και αποτελεσματικότητα.

Δεν πρέπει όμως να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι οι μάχες έχουν κριθεί και ότι οι επιθέσεις θα τελειώσουν. Υπάρχουν ακόμη δυνάμεις που, ευτυχώς, προς στιγμή βρίσκονται στο περιθώριο, οι οποίες προσδοκούν την αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης για να υλοποιήσουν τους δικούς τους σχεδιασμούς για την Ευρώπη των δύο και των τριών ταχυτήτων.

Και είναι βεβαίως βαθιά στενάχωρο που η αντιπολίτευση ταυτίζεται με τις δυνάμεις αυτές. Και θα ήθελα πραγματικά να τους συστήσω να το αποφεύγουν, διότι αυτό δεν βοηθά ούτε τον εαυτό τους, ούτε τη χώρα. Εμείς πάντως δεν σκοπεύουμε να τους κάνουμε τη χάρη.

Δε πρόκειται να υποχωρήσουμε από μια στάση αρχών και στα τρία αυτά μέτωπα. Δεν πρόκειται να σταματήσουμε να εργαζόμαστε για να αναδεικνύουμε το ανθρώπινο πρόσωπο, την ηθική υποχρέωση απέναντι στην προσφυγική κρίση και απέναντι σε μια Ευρώπη εντός της οποίας δυνάμεις υψώνουν τείχη και φράχτες βαρβαρότητας.

Δεν πρόκειται να σταματήσουμε να εγγυόμαστε την πολιτική σταθερότητα, την κοινωνική συνοχή εντός της χώρας, δίνοντας μάχες για να υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, στα πλαίσια μιας συμφωνίας δύσκολης που έχει όμως προοπτική διεξόδου, και να κερδίζουμε και μάχες σημαντικές.

Δεν πρόκειται να σταματήσουμε να εγγυόμαστε, μέσα από τις πρωτοβουλίες μας, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής, πολυδιάστατης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, να εγγυόμαστε τη διεθνή θέση της χώρας, όπως ακριβώς πράττουμε μέχρι σήμερα.

Γιατί, παρά το στενό δημοσιονομικό περιβάλλον, αλλά και τους δυσμενείς ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, έχουμε ήδη πετύχει πολλά.

Πρώτα και κύρια να σταματήσουμε την κοινωνική λεηλασία της προηγούμενης πενταετίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δημοσιονομική προσαρμογή για το 2016 είναι η δυσκολότερη από τα 3 έτη που έχουμε μπροστά μας, στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας. Εντούτοις, είναι η ηπιότερη που οποιαδήποτε κυβέρνηση έχει επιτύχει τα τελευταία 6 χρόνια που η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα, ενώ και η κατανομή των βαρών γίνεται πλέον με δικαιότερους όρους.

Ταυτόχρονα, έχουμε καταφέρει να υψώσουμε, με δυσκολίες και μάχες που δίνουμε καθημερινά, ασπίδα προστασίας για τους άνεργους, τους συνταξιούχους, τους μικρομεσαίους: Ασπίδα για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.

Με την αποτελεσματική προστασία της πρώτης κατοικίας κόντρα στην σκληρή αρχική θέση των δανειστών αλλά και σ’ αυτά τα οποία κληρονομήσαμε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Για να θυμίσουμε εδώ, κληρονομήσαμε μηδενική προστασία. Οι δανειστές ήθελαν το 16%, φτάσαμε ως το 65%.

Με τη διατήρηση της ρύθμισης των 100 δόσεων. Και σας θυμίζω, αυτή ήταν μια μονομερής πρωτοβουλία, όπου υπήρξε από την πλευρά των δανειστών καταγγελία ότι θα οδηγήσει την οικονομία σε αδιέξοδο, αλλά τελικά ήταν η ρύθμιση αυτή που κρατάει ζωντανή και δίνει ανάσα στην ελληνική οικονομία και σε χιλιάδες μικρομεσαία νοικοκυριά. Και ταυτόχρονα δίνει και ανάσα στα δημόσια έσοδα. Πάνω από 1,2 δις ευρώ.

Διατηρήθηκε λοιπόν η ρύθμιση των 100 δόσεων. Διευρύνθηκαν προγράμματα απασχόλησης, εξορθολογίστηκαν και διευρύνθηκαν για την καταπολέμηση της ανεργίας. Ενισχύθηκαν προγράμματα για την καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης.

Προχθές πετύχαμε και μια σημαντική επιτυχία στη διαπραγμάτευση. Σας θυμίζω ότι ήταν ένας από τους στόχους που παρέμεναν ανοιχτοί και είχαμε θέσει προεκλογικά ότι θα δώσουμε τη μάχη να υλοποιήσουμε, και αφορά τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του ΑΔΜΗΕ, των δικτύων μεταφοράς ενέργειας.

Και βεβαίως μπροστά μας έχουμε τη μάχη για να καταφέρουμε, και θα καταφέρουμε, μια αποτελεσματική ρύθμιση της αγοράς των κόκκινων δανείων, ενώ την προηγούμενη βδομάδα πετύχαμε να είμαστε η πρώτη κυβέρνηση στην Ε.Ε., η πρώτη απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που κατάφερε να εκπληρώσει την υποχρέωσή της και να βάλει στους λογαριασμούς των αγροτών τις επιδοτήσεις ύψους 1,2 δις ευρώ -και προχωρά η ταχύτατη καταβολή τους στους αγρότες που θα σημάνει μια πολύ ουσιαστική ανακούφιση για έναν κλάδο ο οποίος έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια.

Ενώ έχει ήδη ξεκινήσει –το διαπιστώνετε άλλωστε- και ο μεγάλος αγώνας για μια ακόμα ουσιαστική προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησής μας, αυτή που αφορά την ουσιαστική προστασία των συνταξιούχων.
Αναφέρομαι στον αγώνα για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, ώστε, ταυτόχρονα να ανακτήσει την βιωσιμότητά του, χωρίς να φορτώσει επιπλέον μια ακόμα επώδυνη περικοπή στις συντάξεις, σαν αυτές που είδαμε τα τελευταία πέντε χρόνια.

Και αυτός δεν είναι ένας αγώνας που αφορά μόνο το παρόν. Είναι ένας αγώνας που έχουμε πολιτική και ηθική υποχρέωση να δώσουμε για χάρη των επόμενων γενεών.

Για να μπορούμε, όχι μόνο εμείς, αλλά και οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας, τα παιδιά σας να πάρουν κάποια στιγμή σύνταξη και όχι φιλοδώρημα.

Γιατί αυτή είναι η μέγιστη υποχρέωση μετά τα απανωτά πλήγματα που έχει υποστεί το ασφαλιστικό σύστημα, ιδίως τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Και σε αυτόν τον αγώνα θεωρήσαμε ότι ήταν σκόπιμο να καλέσουμε σε συστράτευση το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Για να διαμορφώσουμε μια ενιαία εθνική διαπραγματευτική γραμμή προστασίας των συντάξεων. Όχι φυσικά για να μοιραστούμε την ευθύνη. Ούτε βεβαίως πολύ περισσότερο για να αναζητήσουμε εκ των προτέρων αποτυχημένες λύσεις αλλαγής κυβερνητικής σύνθεσης.

Αυτά τα ευφάνταστα σενάρια είναι, ίσως, για να τρέφονται οι λογής φυλλάδες της κίτρινης ενημέρωσης. Ή για να τρέφουν όσους έχουν λόγους να ευελπιστούν σε τέτοια σχήματα, ώστε να εξασφαλίσουν ξανά την ασυλία τους για τις δραστηριότητές τους στο τρίγωνο της διαπλοκής.

Από τη πρώτη στιγμή, άλλωστε, αυτά ονειρεύονται. Σας θυμίζω, από τις πρώτες μέρες του Γενάρη πέρυσι ονειρεύονταν παρενθέσεις, αργότερα οικουμενικές κυβερνήσεις, σήμερα πάλι τα ίδια. Όμως η ίδια η ζωή είναι αυτή που τους διαψεύδει διαρκώς και καθημερινά.

Σας εγγυώμαι ότι θα συνεχίσουν για πολύ ακόμα να διαψεύδονται.

Το πρόβλημα εδώ, όμως, δεν είναι τα σενάρια αυτά. Το πρόβλημα είναι η στάση της αντιπολίτευσης. Και ειδικά εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που ευθύνονται για την σημερινή κατάντια των ασφαλιστικών ταμείων. Εκείνων που ενορχήστρωσαν το καταστροφικό PSI, με το κούρεμα των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που έπληξε θανάσιμα τα ασφαλιστικά ταμεία, διότι οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν δύο και τρεις φορές, τα ταμεία όμως όχι.

Εκείνων που επί μια πενταετία σχεδίασαν, σε συνεργασία με την τρόικα, και ψήφισαν 11 διαφορετικές οριζόντιες παρεμβάσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, επιφέροντας μειώσεις κοντά στο 40%.

Και μάλιστα σήμερα οι ίδιοι έχουν το θράσος να μας κουνάνε και το δάχτυλο. Αλλά δεν πειράζει. Εμείς θα είμαστε αυτοί που για άλλη μια φορά θα κληθούμε να βγάλουμε τα κάστανα από τη φωτιά και θα τα βγάλουμε με το βλέμμα στις επόμενες γενιές.

Διότι δεν έχουμε έρθει εδώ για να διαχειριστούμε την κρίση, να κουκουλώσουμε κάτω από το χαλί, να πετάξουμε μπροστά την μπάλα. Έχουμε έρθει για να λύσουμε προβλήματα, χρόνια προβλήματα. Και να τα λύσουμε με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, με προοδευτικό πρόσημο, με ταξικό πρόσημο. Και αυτή τη στρατηγική επιλογή θα την προχωρήσουμε, ανεξάρτητα από τις συνθήκες που βιώνουμε, σε επικοινωνιακό επίπεδο τουλάχιστον, οι οποίες είναι συνθήκες μιας ολομέτωπης επίθεσης.

Και θα το πετύχουμε προχωρώντας μπροστά, εξηγώντας την αλήθεια στον ελληνικό λαό, και καταθέτοντας το στρατηγικό μας σχέδιο.

Επαναλαμβάνω, δεν μας πειράζουν και δεν μας ενοχλούν ούτε οι επιθέσεις, ούτε η κατασυκοφάντηση, η παραπληροφόρηση. Έχουμε σχέδιο, το σχέδιό μας έχει ταξικό πρόσημο και, στο βαθμό που θα έχουμε -και έχουμε- στο πλάι μας την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δεν χρειαζόμαστε τίποτε περισσότερο.

Μαζί με την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και τις κοινωνικές δυνάμεις, και όχι με τα κόμματα που έχουν αποφασίσει μια υποκριτική στάση, στο θέμα του ασφαλιστικού ιδίως, θα δώσουμε τη μάχη και τον αγώνα και θα τα καταφέρουμε να υψώσουμε ασπίδα προστασίας του ασφαλιστικού συστήματος.

Και θα δώσουμε και αυτή τη μάχη με περηφάνια και αυταπάρνηση. Όπως ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει να δίνει τις μάχες. Και να τις κερδίζει.

Όπως μάχη θα δώσουμε, αμέσως μετά, και για έναν ακόμα μεγάλο στρατηγικό μας στόχο, την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την καταπολέμηση της μαύρης εργασίας.

Διότι μόνο όταν θα έχουμε επιτύχει και σε αυτό το πεδίο, μόνο όταν θα έχουμε καταφέρει να αποκαταστήσουμε τη δημοκρατική κανονικότητα στην αγορά εργασίας που αποδιαρθρώθηκε πλήρως τα τελευταία 5 χρόνια, μόνο τότε θα έχει κλείσει οριστικά ο πρώτος κύκλος των αγώνων μας.

Και μόνο τότε θα μπορέσουμε να δώσουμε με αποτελεσματικότητα τον μεγάλο και ίσως σημαντικότερο αγώνα που έχουμε μπροστά μας, αυτόν της αναδιανομής. Τον πραγματικό αγώνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Που παραμένει πάντα στρατηγικός μας στόχος και πολιτικός μας ορίζοντας.

Διότι, μέχρι σήμερα, εξαιτίας τόσο της στενής δημοσιονομικής κατάστασης, όσο και της επιτροπείας των δανειστών, μπορούμε να κερδίζουμε τις μικρές μάχες για την προστασία των ασθενέστερων και την ανακατανομή των βαρών.

Η μεγάλη όμως μάχη, η μάχη με την ολιγαρχία και το νεοφιλελευθερισμό, είναι ακόμη στην αρχή της. Και είναι μπροστά μας.

Και πρέπει να έχουμε υπομονή, επιμονή και να είμαστε έτοιμοι, αν χρειαστεί, ακόμα και για τους αναγκαίους τακτικούς ελιγμούς, προκειμένου να παραμείνουμε ζωντανοί και όρθιοι να δώσουμε με καλύτερους όρους τη μεγάλη μάχη για την αναδιανομή, την μάχη που αφορά τον στρατηγικό μας στόχο, τη μάχη με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες αλλά και με την ολιγαρχία που τις αναπαράγει προκειμένου να προστατευτεί.

Γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουμε να είμαστε χρήσιμοι για τις κοινωνικές τάξεις που επιδιώκουμε να εκπροσωπούμε, πράγμα που δεν ξεχνάμε ούτε στιγμή. Βρισκόμαστε εδώ, ακριβώς γιατί αυτοί μας έδωσαν εντολή να εκπροσωπήσουμε και να περιφρουρήσουμε τα δικαιώματά τους. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι και η νεολαία.

Και όλες μας οι επιλογές και το στρατηγικό μας σχέδιο καθορίζεται απ’ αυτή την πυξίδα. Τι θα ήταν καλύτερο και τι χειρότερο γι αυτές τις κοινωνικές τάξεις που εκπροσωπούμε.

Θα ήταν άραγε καλύτερη δήθεν ηρωική έφοδος στον ουρανό; Ή μια προσπάθεια βήμα το βήμα, να κερδίζουμε μικρές μάχες για να βγούμε στο ξέφωτο, και από εκεί, με καλύτερους όρους, να δημιουργήσουμε τις συνθήκες μιας ευρύτερης αναδιανομής και προστασίας των εργαζόμενων και των μικρών και μεσαίων στρωμάτων;

Και η μάχη της αναδιανομής πάει χέρι-χέρι με την μάχη για την ανάκαμψη, με τη μάχη για την ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο, με τη μάχη για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας.

Διότι σ’ αυτές τις συνθήκες της πολύπλευρης κρίσης, όπως την περιέγραψα αρχικά, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κρίσης αστάθειας, αποσταθεροποίησης, των πολεμικών συγκρούσεων, της ανόδου της ακροδεξιάς και της μισαλλοδοξίας στην Ευρώπη, αριστερό είναι ότι διαμορφώνει συνθήκες προστασίας στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και ταυτόχρονα, σ’ αυτές τις συνθήκες της πρωτοφανούς ανεργίας, δημιουργεί θέσεις εργασίας, ανοίγει το δρόμο για τη μείωση της ανεργίας, την επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, με προστασία, βεβαίως, στα εργασιακά, κοινωνικά δικαιώματα και το περιβάλλον. Αυτή είναι αριστερή πολιτική στις μέρες μας.

Δεν πρόκειται εδώ για δύο ξεχωριστές και ξεκομμένες διαδικασίες. Γιατί εμείς δεν θέλουμε ανάπτυξη στηριγμένη πάνω στα κοινωνικά ερείπια, όπως ήταν το σχέδιο των νεοφιλελεύθερων, των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Θέλουμε μια ανάπτυξη στηριγμένη σε σταθερά κοινωνικά θεμέλια. Με την κοινωνία και τους πολίτες όρθιους. Με τη στήριξη του εισοδήματος και της ενεργούς ζήτησης. Με προστασία της δημόσιας περιουσίας και του περιβάλλοντος. Με ενίσχυση των δομών της κοινωνικής οικονομίας. Με προστασία των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και προστασία της απασχόλησης.

Και αυτό όμως το σχέδιο έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Πρώτα και κύρια, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα. Και εδώ έγιναν πολύ σημαντικά βήματα. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώθηκε με επιτυχία, και στοίχισε στο ελληνικό δημόσιο πολύ λιγότερα από όσα υπολόγιζαν οι δανειστές μας τον Ιούλιο. Μόλις 5,43 δις, ενώ η Συμφωνία προέβλεπε μέχρι και 25 δις. Αυτό σημαίνει 19 περίπου δις λιγότερο βάρος χρέους στις πλάτες του ελληνικού λαού. 10% του ΑΕΠ λιγότερο χρέος απ’ αυτό που είχε υπολογιστεί. Και δεν είχε υπολογιστεί, όπως κάποιοι προσπαθούν ψευδεπίγραφα να δημιουργήσουν την εντύπωση, εξαιτίας των capital controls. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα capital controls επέτειναν, επιβάρυναν, αλλά οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ήταν τελικά, όπως αποδείχτηκε, πολύ-πολύ μικρότερες. Κάποιοι μιλούσαν τον Ιούλιο για ύφεση 7%, ενώ κλείνει ο χρόνος με 0 ύφεση.

Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ήταν αναγκαία, διότι όλο το προηγούμενο διάστημα η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν μια πολιτική που φόρτωνε μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες, η πολιτική της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης. Μόνο τα χρόνια της διακυβέρνησης του κ. Σαμαρά οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν 53 δις σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ταυτόχρονα, η έλλειψη ρευστότητας, η φυγή των καταθέσεων, μια διαδικασία που βεβαίως κορυφώθηκε την περίοδο της διαπραγμάτευσης, αλλά, σας θυμίζω, είχε ξεκινήσει όλο το προηγούμενο διάστημα. Και κάποιοι, πριν ακόμη αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης καλούσαν τον κόσμο να πάρει τα λεφτά από τις τράπεζες. Για να μην ξεχνάμε. Για να στήσουν ακριβώς αυτή την παγίδα της ασφυξίας και την παγίδα της απειλής της κατάρρευσης των τραπεζών, προκειμένου να μην πετύχει στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους η κυβέρνηση.

Οι τράπεζες, λοιπόν, είχαν ήδη δυο φορές ανακεφαλαιοποιηθεί ανεπαρκώς, χωρίς να αντιμετωπίσουν το κρίσιμο θέμα, που είναι η εξυγίανσή τους από τα κόκκινα δάνεια. Μεγαλοκαταθέτες είχαν ήδη διευκολυνθεί να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό, και άρα, λοιπόν, το στοίχημα που αναλάβαμε πέρυσι τον Ιούλη, δεν ήταν ένα στοίχημα για να σώσουμε ούτε τις τράπεζες γενικά, ούτε τους τραπεζίτες, που γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι δεν έχουμε και καμία ιδιαίτερη εκλεκτική συγγένεια μαζί τους, αλλά ήταν ένα στοίχημα για να σωθεί το βιος των μεροκαματιάρηδων, των απλών ανθρώπων, των μεσαίων στρωμάτων, των μικρομεσαίων επιχειρηματιών, αυτών που δεν είχαν τη σπουδή να βγάλουν τα λεφτά τους έξω στις τράπεζες της Ελβετίας. Και αυτή ήταν μια επιλογή με ταξικό και πολιτικό πρόσημο.

Σήμερα λοιπόν, μετά από την επιτυχή διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης, που αντανακλά και την ανάκτηση εμπιστοσύνης της ελληνικής οικονομίας –ποιος θα περίμενε πέρυσι τον Ιούλη ότι από την ιδιωτική αγορά, από ιδιώτες επενδυτές θα βρίσκονταν να επενδύσουν 6,5 δις σε αυτές τις τράπεζες;- Η επιτυχής, λοιπόν, εξέλιξη αυτή είναι φανερό ότι στενοχώρησε κάποιους στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, οι οποίοι νιώθουν ότι με τη σταθεροποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος χάνουν ένα διαπραγματευτικό εργαλείο απειλής προς την ελληνική κυβέρνηση.

Αλλά ενδεχομένως να στενοχώρησε και κάποια επιθετικά funds, που είχαν ποντάρει στην προοπτική εκκαθάρισης, την αποτυχία δηλαδή της διαδικασίας, ώστε να οδηγηθούν κάποιες μεγάλες συστημικές τράπεζες σε διαδικασία εκκαθάρισης και να πολλαπλασιάσουν τη συμμετοχή τους και τον έλεγχό τους σ’ αυτές. Διαψεύστηκαν.

Μαζί όμως με την σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις για να προχωρήσει το σχέδιο της αναδιανομής και της ανασυγκρότησης.

Πρώτα απ’ όλα η αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Η επιτάχυνση και η γενίκευση της μάχης κατά της φοροδιαφυγής.
Αυτό που εμείς ονομάζουμε ριζικό δημοκρατικό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης.

Και φυσικά, ο μεγάλος στόχος για την απομείωση του ελληνικού χρέους, προκειμένου να ανακτήσουμε τη δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές, το οποίο όμως ας μην το βλέπουμε έτσι στεγνά. Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει τη δυνατότητα να ανακτήσουμε και πάλι την οικονομική μας κυριαρχία. Και άρα να βγούμε σιγά-σιγά, σταδιακά απ’ αυτή την κατάσταση άρσης κυριαρχίας, με τη σκληρή επιτροπεία και με τους δανειστές πάνω από το κεφάλι μας να θέλουν να διαβουλεύονται όλες τις πολιτικές κυβερνητικές επιλογές.

Και αυτός είναι ένας στρατηγικός και ουσιαστικός στόχος, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα στο 2016, μετά την πρώτη αξιολόγηση. Και την ουσιαστική απομείωση του χρέους από το 2022 και μετά, γιατί, όπως είδατε, δεν υπάρχουν μονάχα τα συντηρητικά κέντρα που διαρρέουν την καταστροφολογία -και τις επιδιώξεις τους, ενδεχομένως. Πλέον, διαμορφώνεται κι ένα κλίμα, η Ελλάδα δεν είναι απομονωμένη, πλέον ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση θα σημάνει προκλήσεις θετικές για την ευρύτερη περιοχή και για την Ευρώπη. Και άρα βλέπουμε ότι υπάρχουν και θετικές διαρροές, όπως αυτή που είδαμε χθες σε μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα στις ΗΠΑ, που παρουσιάζουν σχέδια υπαρκτά, εναλλακτικά σενάρια για την απομείωση του χρέους. Για μια απομείωση που θα το καταστήσει βιώσιμο και θα δώσει την ευκαιρία, σε συνδυασμό με την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το δεύτερο εξάμηνο του 2016, σε συνδυασμό με την επιτυχή ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και το τέλος των capital controls, να δημιουργηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης, να έρθουν επενδυτές, να επιστρέψουν χρήματα από τα στρώματα στο τραπεζικό σύστημα και στην πραγματική οικονομία, και, άρα, μέσα στο 2016, να είναι εφικτή η δυνατότητα επιστροφής σε δανεισμό από τις αγορές και άρα ενδεχομένως και η δυνατότητα να μην χρειαστούμε όλα αυτά τα χρήματα τα οποία συμφωνήσαμε για να καλυφθούν οι ανάγκες μας μέχρι τέλος του 2019.

Και αυτός είναι ένας οδικός χάρτης εξόδου από την κρίση με τον οποίον θα πορευτούμε, με κύριο μέλημά μας να φτάσουμε ως εκεί με την κοινωνία όρθια.
Να δώσουμε τις μάχες ώστε να διατηρήσουμε το δημόσιο χαρακτήρα σε κρίσιμους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, τις μάχες ώστε να προστατεύσουμε κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, τις μάχες για να προστατεύσουμε τους πιο αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας που έχουν πληγεί τα τελευταία 5 χρόνια από την κρίση.

Να είστε όμως βέβαιοι ότι οι ίδιες δυνάμεις που ένιωσαν άβολα με την επιτυχία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, θα νιώσουν άβολα με τις επιτυχίες μας και σε αυτά τα μέτωπα. Γιατί είναι οι δυνάμεις που θέλουν την αποτυχία αυτής της κυβέρνησης και μαζί της την αποτυχία του πολιτικού σχεδίου για τον ριζικό μετασχηματισμό της Ελλάδας και την αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη, προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας. Είναι οι πολιτικές δυνάμεις του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της ευρωπαϊκής οικονομικής ολιγαρχίας. Είναι οι δυνάμεις του ελληνικού χρεοκοπημένου πολιτικού οικονομικού συστήματος εξουσίας. Οι δυνάμεις της ταξικής δημοσιονομικής προσαρμογής, της εσωτερικής υποτίμησης, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων.

Γι αυτό πρέπει, οφείλουμε, έχουμε πολιτική υποχρέωση να τους διαψεύσουμε. Και θα τους διαψεύσουμε. Θα περάσουμε με επιτυχία τη δοκιμασία της πρώτης αξιολόγησης και θα προχωρήσουμε με σταθερά βήματα σε όλες τις αναγκαίες αλλαγές που έχουν ανάγκη η Ελλάδα και η Ευρώπη για να εξασφαλίσουν ένα μέλλον κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και ευημερίας.

Σύντροφοι και Συντρόφισσες,

Σε όλη αυτή την μεγάλη και ελπιδοφόρα αλλά ταυτόχρονα δύσκολη πορεία είναι ανάγκη το κόμμα μας να αναβαθμίσει την πολιτική παρουσία του και να κατοχυρώσει το ρόλο του. Και αυτός δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος απλής παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου και άσκησης κριτικής. Η κριτική είναι βεβαίως πάντοτε όχι απλώς καλοδεχούμενη, αλλά απαραίτητη. Όμως ο ρόλος του κόμματος δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος παρακολουθητή των εξελίξεων. Το κόμμα πρέπει να αποκτήσει ρόλο συνυπευθυνότητας και οργανικής σύνδεσης με την Κυβέρνηση. Όχι για να γίνει κομμάτι του κράτους και συνδιαχειριστής της διαφθοράς και των πελατειακών δικτύων, όπως τα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος. Αλλά για να διασφαλίσει τη διαμεσολάβηση της Κυβέρνησης με την ίδια την κοινωνία. Με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Με τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες της κοινωνίας. Κυρίως, με τα κινήματα και τους θεσμούς της κοινωνίας.

Την ίδια, όμως, στιγμή πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο και στη διαμόρφωση και την μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών. Γιατί οι κοινωνικοί συσχετισμοί, όπως εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά στην Αριστερά, είναι το Α και το Ω στην προσπάθεια για τον μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας. Γιατί είναι άλλο πράγμα η κυβέρνηση -και πλέον το γνωρίζουμε πολύ καλά, μετά από αρκετούς μήνες στη διακυβέρνηση του τόπου-, άλλο πράγμα η κυβέρνηση και άλλο η πολιτική εξουσία.

Πρέπει λοιπόν το κόμμα να έχει συνεχή και αυτόνομη παρουσία:

  • Στα συνδικάτα και τις γειτονιές.
  • Στα κινήματα και τους αγώνες.
  • Στα καινοτόμα εγχειρήματα αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας.
  • Στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια.
  • Στους χώρους δουλειάς

Ώστε να μπορεί να βρίσκεται εκεί όπου οι άνθρωποι δίνουν μάχες, η κοινωνία αγωνιά και μάχεται, ώστε να μπορεί να εξηγεί, να ενημερώνει αλλά και να ακούει. Να διδάσκει αλλά και να μαθαίνει.

Διότι, μη γελιέστε. Ο λαός μας γνωρίζει πολύ καλά τι συμβαίνει. Και γνωρίζει πάρα πολύ καλά, παρά το πρωτοφανές κρεσέντο επικοινωνιακής στοχοποίησης και επίθεσης, πρωτοφανές για κάθε κυβέρνηση που έχει περάσει από τον τόπο από τη μεταπολίτευση και μετά, να έχει από την πρώτη μέρα, από τον Γενάρη μέχρι το δημοψήφισμα, την προεκλογική δεύτερη περίοδο έως και τώρα, ένα τόσο καλά οργανωμένο και μαζικό σύστημα αντιπληροφόρησης, παραπληροφόρησης, συκοφάντησης κάθε πρωτοβουλίας, κάθε προσπάθειας.

Αλλά, όπως διαπιστώσατε, έτσι πορευτήκαμε σε όλα τα δύσκολα, έτσι κερδίσαμε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, έτσι θα πάμε και τώρα ως το τέλος. Εμείς δεν πρόκειται να συμβιβαστούμε και δεν πρόκειται να διευκολύνουμε κανέναν. Σ΄ αυτόν τον τόπο θα επιστρέψει η νομιμότητα.

Ο λαός μας, λοιπόν, γνωρίζει πολύ καλά και τα καλά και τα άσχημα αυτής της κοινωνίας. Γνωρίζει την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη αλλά γνωρίζει και τη διαφθορά και το πελατειακό αλισβερίσι και ποιοι το ενορχήστρωσαν, ποιοι το έστησαν όλα αυτά τα χρόνια.
Γνωρίζει τη συλλογικότητα αλλά γνωρίζει και τον ατομισμό. Ο λαός δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα.
Διαπερνάται από αντιθέσεις και συγκρούσεις. Ιστορικές, ιδεολογικές, πολιτικές.
Και ρόλος δικός μας είναι να συγκεντρώνουμε τις σωστές ιδέες και πρακτικές μέσα στο λαό και να τους δίνουμε χώρο και χρόνο για να αναπνεύσουν και να παράξουν αποτελέσματα.

Αυτό όμως προϋποθέτει από τη μεριά μας προετοιμασία και ετοιμότητα: πολιτική, ιδεολογική, οργανωτική.

Γνωρίζω βεβαίως καλά, όπως όλοι μας γνωρίζουμε καλά, ότι το κόμμα μας δέχτηκε ένα πλήγμα το περασμένο καλοκαίρι. Αλλά νομίζω ότι πλέον το έχουμε υπερβεί. Κυρίως γιατί ο ίδιος ο λαός έδωσε την απάντηση στα πολιτικά διλήμματα που τέθηκαν ενώπιον του. Επομένως έχουμε σήμερα τη δύναμη και την αντοχή να ξεκινήσουμε μια μεγάλη πορεία για την αναγκαία πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ανασυγκρότηση του κόμματος. Με στόχο να εμπλέξουμε τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουμε να εκπροσωπούμε μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία και με σύνθημα: «Να κάνουμε τον ΣΥΡΙΖΑ δική μας υπόθεση», υπόθεση όλων των κοινωνικών δυνάμεων που τον στηρίζουν και ελπίζουν σ’ αυτόν.

Μπορούμε λοιπόν να οργανώσουμε ένα συνέδριο ζωντανό εργαστήρι πολιτικού διαλόγου. Ένα συνέδριο σταθμό που δεν θα αφορά τους συσχετισμούς νομής της κομματικής εξουσίας μέσα σε κλειστές αίθουσες και διαδρόμους. Αλλά θα αφορά την ίδια την κοινωνία, διότι άλλωστε θα διεξαχθεί και σε μια κρίσιμη περίοδο όπου το ζητούμενο, έχοντας ελπίζω περάσει τους δύσκολους κάβους, θα είναι η διαδικασία της ανασυγκρότησης και το πώς αυτή θα σχεδιαστεί, πώς αυτή θα οργανωθεί, πώς θα υλοποιηθεί, με στόχο τις ζωντανές, τις παραγωγικές, τις δημιουργικές δυνάμεις αυτού του τόπου.

Με αυτή την έννοια, το συνέδριο αυτό θα είναι πετυχημένο εάν καταφέρει να εμπλέξει ευρύτερες δυνάμεις, κοινωνικές και παραγωγικές. Και να είναι ένα συνέδριο σταθμός όχι μόνο για μας, αλλά και για την ίδια την υπόθεση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ο ελληνικός λαός, αλλά και όλοι όσοι αγωνίζονται στην Ευρώπη και στον κόσμο ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και την κοινωνική ανισότητα, έχουν διαρκώς το βλέμμα στραμμένο σε μας. Όλοι όσοι αγωνίζονται για έναν κόσμο δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ελευθερίας προσβλέπουν σε μας.

Έχουμε καθήκον να τους δικαιώσουμε. Και είμαι βέβαιος ότι θα κάνουμε το παν, θα αγωνιστούμε, θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να τους δικαιώσουμε και θα τους δικαιώσουμε.

Σας ευχαριστώ πολύ.

>>><<<

Άρχισε να εκτελείται το Παράλληλο Πρόγραμμα της κυβέρνησης

Related posts